Στης Κατερίνας
"Γυρνούσαμε απ' τον Σάλωνα κι είχε μεσημεριάσει για τα καλά. Ένας ήλιος καλοκαιριάτικος, είχε λαμπαδιάσει σήμερα ολόκληρη την περιοχή μας, κάνοντας το μεγαλύτερο χωριό της Φωκίδας να μοιάζει με θράκα για ψήσιμο καλαμποκιών. Κι όταν φτάσαμε στην παραλία, ήταν σα να μας φώναζε ετούτο εδώ το τραπεζάκι, το βαλμένο κάτω απ' το χαμηλόπευκο και 3-4 μέτρα δίπλα απ' την θάλασσα :"ελάτε, ελάτε!...". Μεγάλος πειρασμός...Δευτέρα σήμερα, 13 του Ιούλη κι εκεί στης Πολωνέζας, η θαλασσινή φρεσκαδούρα, πάλευε με το δέρμα, με την δρωτσίλα και με την καρδιά μου, για να έμπει μέσα μου και να δείξει στην ψυχή μου, ότι εδώ ανήκω. Ότι με ετούτα εδώ τα τριγύρω μου μεγάλωσα κι ότι ο υγρός νότος, είναι ο μόνος που ταιριάζει σαν δαχτυλίδι αρραβώνα, με τις σκέψεις μου και τ' απλώματα των ματιών μου.
Βούλιαξα στο κάθισμα. Και με την πρώτη γουλιά κρασί, ένοιωσα ένα πετάρισμα στο λαρύγγι μου, τόσο παράξενο και τόσο φυσικό, όσο και το νώτισμα που άρχισε να βαραίνει τα βλέβαρά μου, από ετούτο εδώ το κουβάλημα της θαλασσινής υγρασίας επάνω μου.
Μελιτζάνες λαδερές μαγειρεμένες στο ταψάκι με φέτα και μαυράμυδα φτιαγμένα στον αχνό με σκορδάκι και λεμόνι, μας έφερε για το κρασί η Παναγούλα, ένα ξανθόμαλο νεαρό κορίτσι, που θα πρέπει να μέτραγε, το πολύ 16 με 17 καλοκαίρια στην ζωή του. Μελιτζάνες και μύδια, δίπλα στην θάλασσα, με την φρεσκαδούρα να μην μ' αφήνει να 'πεθυμήσω τίποτε άλλο, απ' αυτήν την ώρα.
Κι ας έκανε ζέστα παραπέρα, που εμείς εκεί, δεν την καταλαβαίναμε.
Καλοκαιράκι, στο χωριό μου..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου