Ιστορικόν αναλόγιον, αναλογιών.
Ο συγγραφέας του παρακάτω δημοσιευομένου άρθρου Προκόπης Μπίχτας, είναι το αντιπροσωπετικό δείγμα ανθρώπου, της ηθελημένης και διακριτικής ''απομονώσεως'' τρόπον τινά, αλλά με συνεχή παρουσία και ενέργεια στα κοινωνικά και πνευματικά δρώμενα της περιοχής του.
Εγκατεστημένος στο όμορφο και γαλήνιο περιβάλλον της Καλοσκοπής, σε αυτό το τόσο αδικημένο ''Μπαλκόνι της Γκιώνας'', έχει αφιερώσει την εσώψυχη δύναμή του, σε δυο πράγματα : στην συγγραφή και στην προστασία του περιβάλλοντος.
Με δυο βιβλία στο ενεργητικό του (''Γελωτοποιός'' & ''Ο Πέτρος στην αυλή των θαυμάτων'') και με συνεχή παρουσία στις ''ανησυχίες'' των κατοίκων της Καλοσκοπής για την επιδεικνυόμενη βαρβαρότητα σε βάρος του εγγύς περιβάλλοντος του χωριού, ο Προκόπης ο Μπίχτας έχει τον τρόπο του να γίνονται αποδεκτές από τον περίγυρό του, τόσον οι δράσεις του, όσον και τα πονήματά του.
Ένα δε από αυτά είναι το σημερινό και μακροσκελές άρθρο του για την γυναίκα. Μια εμπεριστατωμένη, αναλυτική και έξοχα παρουσιαζόμενη μελέτη-αναφορά στην ιστορική και όχι μόνον θέση της γυναικός σε όλες τις γνωστές μας κοινωνίες.
*********************************************
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
Η θέση της γυναίκας είναι αποτέλεσμα της εξέλιξης των
οικογενειακών σχέσων που ακολουθούν την εξέλιξη ολόκληρης της κοινωνίας. Έχουν
γραφτεί χιλιάδες σελίδες γι αυτό το ζήτημα, κάμποσες από τις οποίες αποτελούν
ανεκτίμητη προσφορά στην ιστορία της ανθρωπότητας και τους κοινωνικούς αγώνες,
ενώ άλλες απλώς συσκοτίζουν την πραγματικότητα. Το θέμα δεν μπορεί να
αναπτυχθεί επαρκώς στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου. Ο γράφων ελπίζει μόνο να
καταφέρει να δείξει θαμπά κάποιες σκέψεις επάνω σ’ αυτό το ζήτημα.
Οι
γυναίκες, όπως και οι άντρες, είναι μέλη ενός κοινωνικοοικονομικού
σχηματισμού ο οποίος έχει δημιουργηθεί είτε με συνειδητή είτε με ασυνείδητη
δράση, τον μετασχηματίζουν διαρκώς με την δραστηριότητά τους ενώ, ταυτόχρονα,
υπόκεινται στις αλλαγές του και όσον αφορά στη θέση τους μέσα σε αυτόν και
όσον αφορά στην κατάσταση της συνείδησής τους.
Η μοναδική ιστορική περίοδος κατά την οποία οι γυναίκες
απολάμβαναν πλήρη ισονομία, απόλυτο σεβασμό και απεριόριστη εκτίμηση ήταν η
παλιά κοινοτική περίοδος, το αταξικό καθεστώς της μητριαρχίας, κατά την
οποία απολάμβαναν τα ίδια ακριβώς πράγματα και οι άντρες.
Πρέπει να διευκρινισθεί ότι το καθεστώς της μητριαρχίας
ήταν ένα άρτια οργανωμένο, αιματοσυγγενικό καθεστώς απόλυτης ελευθερίας για τις
γυναίκες και τους άντρες και σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει ομοιότητα με τις
μεταγενέστερες, καταπιεστικές πατριαρχικές κοινωνίες. Το ονομάζουμε
«μητριαρχία» μόνο επειδή η γραμμή συγγένειας της οικογένειας και του
γένους υπολογιζόταν από την πλευρά της γυναίκας. Επειδή η πατριαρχία και οι
αξίες της μέσα στην οποία έχουν μεγαλώσει και γαλουχηθεί γενιές και γενιές ήταν
και είναι ένα καταπιεστικό καθεστώς, συχνά πέφτουμε στην πλάνη ότι και η
μητριαρχία ήταν κάτι ανάλογο.
Οι δομές και μορφές της οικογένειας έχουν αλλάξει
τουλάχιστον 4 φορές μέχρι να φτάσουμε στην σημερινή 5η, την μονογαμική
οικογένεια. Αυτό προκύπτει από πολλές κι επισταμένες έρευνες ανθρωπολόγων και
ιστορικών όπως ο αμερικανός Lewis
Henry Morgan. Είναι
αδύνατον να περιγραφούν λεπτομερώς, εδώ, αυτές οι προηγούμενες μορφές
οικογένειας. Άλλωστε αυτό το άρθρο δεν έχει τέτοιο σκοπό.
Στην
παλιά κοινοτική περίοδο ο καταμερισμός της εργασίας ήταν φυσικός, δηλαδή
ανάμεσα στα δυο φύλα: ο άντρας ανελάμβανε τον πόλεμο, το ψάρεμα, το κυνήγι. Η συλλογή
καρπών και φρούτων και, αργότερα, η καλλιέργεια των περιβολιών γινόταν κυρίως
από τις γυναίκες, που είχαν και την ευθύνη του νοικοκυριού, το οποίο ήταν κοινό
για κάμποσες και, συχνά, για πολλές οικογένειες και είχε πολλή ευρύτερη έννοια
από τη σημερινή, γι αυτό η λειτουργία του ήταν δημόσια υπόθεση. Οι
γυναίκες φρόντιζαν το σπίτι, μαγείρευαν, ύφαιναν, έραβαν, έφτιαχναν οικιακά
σκεύη. Ο καθένας ήταν ιδιοκτήτης των εργαλείων που κατασκευάζει και
χρησιμοποιεί: ο άντρας των όπλων του πολέμου και των εργαλείων ψαρέματος και
κυνηγιού, η γυναίκα των οικιακών σκευών. Σε περίπτωση ανάγκης, ο καθένας έκανε
τη δουλειά του άλλου. Ό,τι φτιάχνεται και χρησιμοποιείται από κοινού, όπως το
οργανωμένο κυνήγι, τα χωράφια και οι βάρκες είναι κοινή ιδιοκτησία των οικογενειών
που αποτελούν το νοικοκυριό, το ίδιο και τα προϊόντα της κοινής δραστηριότητας.
Το κυνήγι και το ψάρεμα ποτέ δεν απετέλεσαν σίγουρες πηγές φαγητού και μάλιστα,
τις περισσότερες φορές, το προϊόν του κυνηγίου είχε μόνο συμπληρωματικό ρόλο,
δίπλα στη συλλογή καρπών και φρούτων και, αργότερα, στα προϊόντα του περιβολιού.
Κοινωνίες αποκλειστικά κυνηγών σαν αυτές που μας διηγούνται κάποια βιβλία και
κάποιες ταινίες του κινηματογράφου, δεν υπήρξαν ποτέ.
Αφού
οι κύριες δουλειές που ήταν απαραίτητες για την ύπαρξη, η συλλογή καρπών και φρούτων
και, αργότερα, τα προϊόντα του περιβολιού ήσαν ευθύνη κυρίως των γυναικών κι
αφού η δημόσια υπόθεση του νοικοκυριού ήταν στην αποκλειστική
ευθύνη τους, αναπόφευκτα ο ρόλος τους στις αποφάσεις για την παραγωγή, την
οργάνωση κ.λ.π. ήταν σημαντικότατος. Άντρες και γυναίκες συμμετείχαν στις
αποφάσεις, αλλά η γνώμη των γυναικών είχε ιδιαίτερη σημασία. Το κύρος πού είχαν
οι γυναίκες σε εκείνες τις κοινωνίες ήταν τέτοιο που, ανάλογό του δεν
συναντούμε σε καμία μεταγενέστερη κοινωνία. Οι γυναίκες καθόριζαν τον τόπο που
θα ξεχειμώνιαζαν τα νοικοκυριά, την πορεία του ταξιδιού, εξέλεγαν και
καθαιρούσαν πολεμικούς αρχηγούς, συχνά ξεκινούσαν ή σταματούσαν ένα πόλεμο κ.λ.π.
Εκείνες οι σκληρά εργαζόμενες γυναίκες απολάμβαναν τέτοιο σεβασμό, τιμές και
είχαν τέτοια κοινωνική θέση που δεν μπορεί ούτε να ονειρευτεί ακόμα και η πιο
επιτυχημένη σημερινή γυναίκα. Οι λέξεις lady, damme, frowa, Frau ( = κυρά)
προέρχονται από εκείνες τις εποχές και οι γυναίκες ήταν τέτοιες και στον
χαρακτήρα.
Με
υην ανάπτυξη της γεωργίας, η καλλιέργεια των χωραφιών και το οργανωμένο κυνήγι από
τα μέλη του γένους (gens, kuni, kun, kin, klan, τζάνας κ.λ.π
= γένος) επιτελούνταν από κοινού και συμμετείχαν όλοι, ανάλογα με την ικανότητα
του κάθε ενός. Το προϊόν μοιραζόταν σε όλα τα μέλη του γένους και το ίδιο το
γένος φρόντιζε για την προστασία κι ευημερία του κάθε μέλους ξεχωριστά. Μέσα από
αυτή τη συνεργατικότητα διαμορφωνόταν μια κοινή συνείδηση σύμφωνα με την οποία
ήταν, κυριολεκτικά, αδιανόητο να υπάρχει παραμελημένος άρρωστος, στερημένος ηλικιωμένος
και απροστάτευτο ορφανό. Για κάθε μέλος της κοινωνίας το ερώτημα αν η
ενασχόληση με τα κοινά ή η προστασία κάποιου αδύναμου μέλους είναι δικαίωμα ή
υποχρέωση, θα έμοιαζε με το ερώτημα αν η αναπνοή και το φαγητό είναι δικαίωμα ή
υποχρέωση.
Λόγω
της πρωτόγονης τεχνικής στα μέσα παραγωγής και της χαμηλής παραγωγικότητας της
εργασίας δεν υπήρχε περίσσευμα στο αποτέλεσμα της εργασίας και κατά συνέπεια
ούτε εμπορεύματα. Ότι παραγόταν παραγόταν μόνο σαν αξία χρήσης, σαν προϊόν. Στον
ομαδικό γάμο και τη ζευγαρωτή οικογένεια, από την οποία προήλθε η μονογαμία με
την πατριαρχία σαν πρώϊμη μορφή της, σε περίπτωση θανάτου τα υπάρχοντα του
θανόντος κληρονομούνταν από το γένος του. Όταν πέθαινε μια γυναίκα, τα
υπάρχοντά της κληρονομούνταν στα παιδιά της, τις αδελφές της, και τους
ομομήτριους αδελφούς της. Αν πέθαινε ο άντρας τον κληρονομούσαν πρώτα οι
αδελφοί και αδελφές του, τα παιδιά των αδελφάδων του ή οι απόγονοι των αδελφών
της μητέρας του. Δεν μπορούσαν ο άντρας και η γυναίκα να κληρονομούν ο ένας τον
άλλο ούτε τα παιδιά τον πατέρα. Επειδή όμως η κληρονομιά ήταν πενιχρή, δεν
δημιουργούνταν προστριβές.
Η
ανατροφή των παιδιών ήταν υπόθεση και των δυο γονιών τους, με την ταυτόχρονη
συνδρομή ολόκληρης της κοινωνίας. Η Eleanor Burke
Leacock (Πολυτεχνικό
Ινστιτούτο του Μπρούκλιν και New York City College) αναφέρει ότι, στην
διάρκεια των ανθρωπολογικών ερευνών της, συνάντησε συχνά Ινδιάνους της Β. Αμερικής που μαγείρευαν και
φρόντιζαν με ιδιαίτερη στοργή άρρωστα μωρά, ενώ οι γυναίκες έφτιαχναν εργαλεία,
σκεύη και επεξεργάζονταν δέρματα.
Η επιλογή του ή της συντρόφου ήταν ελεύθερη και δεν δεσμευόταν
από οικονομικά αίτια. Στον ομαδικό γάμο, μια ολόκληρη ομάδα αντρών «ανήκε» σε
μια ομάδα γυναικών και αντίστροφα. Ένας άντρας ή μια γυναίκα μπορούσαν να
ταξιδέψουν μακριά από τον τόπο διαμονής τους και, στην διάρκεια του ταξιδιού τους να βρουν
πρόθυμες και πρόθυμους συντρόφους να μοιραστούν μαζί τους τη στέγη, την τροφή
και το κρεβάτι. Οι περιορισμοί ήταν ελάχιστοι και αποσκοπούσαν, κυρίως, στην
αποφυγή της αιμομιξίας. Ένα ζευγάρι επέλεγε να ζήσει μαζί αποφασίζοντας με
αποκλειστικά υποκειμενικά κριτήρια, για όσο καιρό ταίριαζαν. Ένας από τους
συντρόφους μπορούσε να διαλύσει τον γάμο και να επιλέξει ένα άλλο σύντροφο
χωρίς καμμια δυσκολία ή υποχρέωση. Στην περίπτωση διάλυσης της σχέσης τα παιδιά
έμεναν με τη μητέρα. Μόνο σε κάποιο στάδιο του, μεταγενέστερου, ζευγαρωτού
γάμου αυτό άλλαξε και έγινε υπόθεση των συγγενών, όπου προσέφεραν δώρα κ.λ.π.
για να επιτευχθεί το συνοικέσιο. Εκεί η συζυγική πίστη έγινε απαιτητή όσον
αφορούσε μόνο στη γυναίκα, έμεναν μαζί της. Αργότερα, στο ζευγαρωτό γάμο η
συζυγική πίστη απαιτούνταν μόνο από τη γυναίκα, αλλά και πάλι αυτή μπορούσε να
διαλύσει τον γάμο όποτε ήθελε. Τα παιδιά έμεναν σε αυτή. Σύμφωνα με μελετητές, το
πέρασμα από τον ομαδικό στον ζευγαρωτό γάμο πραγματοποιήθηκε σαν απαίτηση της
γυναίκας.
Ταξιδιώτες και μελετητές του 19ου αιώνα, που
έζησαν στις κοινωνίες των Ινδιάνων της Β. Αμερικής, των ιθαγενών της Πολυνησίας, της Αυστραλίας, της
Ασίας και της Αφρικής, καθώς και Ρωμαίοι αυτοκράτορες και ιστορικοί, μελετητές των
γαλατικών, γερμανικών και βρετανικών φυλών (ανάμεσά τους ο Ιούλιος Καίσαρας, ο
Κλαύδιος, ο Τάκιτος, κι ο Μάρκος Αυρήλιος) έχουν μιλήσει με θαυμασμό για την
προσωπική αίσθηση ανεξαρτησίας, υπερηφάνιας, αξιοπρέπειας, ευθύτητας και
παλληκαριάς που χαρακτήριζε τους άντρες και τις γυναίκες των κοινωνιών που
ζούσαν ακόμα στο καθεστώς του ομαδικού ή του ζευγαρωτού γάμου, πάντως στο
καθεστώς του μητριαρχικού γένους(*).
Στις μητριαρχικές κοινωνίες, λόγω του ότι η αλλαγή του
συντρόφου γινόταν εύκολα, ο πατέρας των παιδιών ήταν άγνωστος, ενώ η μητέρα
ήταν γνωστή. Αυτό συμβαίνει συχνά και στις μέρες μας, μόνο που πολλοί δεν το
γνωρίζουν. Αυτή η σεξουαλική ελευθερία προκαλούσε «ιερή φρίκη» στους
ιεραποστόλους του 16ου και 17ου αιώνα και την ονόμαζαν
«ντροπή της ανθρωπότητας» και «αισχρή πορνεία», μη συνειδητοποιώντας το γεγονός
ότι είχαν να κάνουν με μια διαφορετική κοινωνία και παραγνωρίζοντας ότι η
πορνεία εμφανίστηκε μόνο με την επικράτηση της μονογαμίας και μάλιστα είχε
επισημοποιηθεί, στις χώρες τους, πριν από αιώνες. Σε τέτοια λάθη πέφτει όποιος
εξετάζει την ανθρώπινη ιστορία μέσα από την οπτική των μπουρδέλων.
Αναφέρεται
ότι ένας Ιησουίτης, μάλωσε έναν Ινδιάνο, λέγοντάς του πως στη Γαλλία οι
γυναίκες δεν διατάζουν τους άντρες τους. Έτσι, ένα από τα καθήκοντα των
ιεραποστόλων έγινε να μάθουν τις γυναίκες να υπακούν στους άνδρες τους (χωρίς
την παραμικρή αντίρρηση) ιδιαίτερα στα σεξουαλικά ζητήματα. «Του είπα» γράφει ο
Ιησουίτης «ότι δεν είναι τίμιο μια γυναίκα να αγαπάει άλλον από τον άντρα της
κι ότι αυτό το κακό που υπάρχει ανάμεσά τους (η σεξουαλική ελευθερία της
γυναίκας), σημαίνει πως δεν μπορεί ποτέ να είναι σίγουρος αν ετούτος εδώ είναι
ο γιός του ή όχι». Ο Ινδιάνος απάντησε: «Δεν είσαι με τα καλά σου. Φαίνεται ότι
εσείς οι Γάλλοι αγαπάτε ο καθένας μόνο τα δικά του παιδιά, ενώ εμείς αγαπάμε
όλα τα παιδιά της φυλής μας». (Thwaites, 1906).
Στην
Ασία και την Ευρώπη, ένα μεγάλο γεγονός έμελλε να αλλάξει την μορφή της
οικογένειας, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτό ήταν η εξημέρωση και
συντήρηση των ζώων και ο σχηματισμός κοπαδιών που ανέπτυξαν μια άγνωστη, ως
τότε πηγή πλούτου και δημιούργησαν εντελώς νέες κοινωνικές σχέσεις. Μέχρι τότε
τον πλούτο τον αποτελούσαν το σπίτι, τα ρούχα, τα ακατέργαστα κοσμήματα και τα
εργαλεία για την απόκτηση και παρασκευή της τροφής: βάρκα, όπλα και πολύ απλά
οικιακά σκεύη. Την τροφή έπρεπε να την κερδίζουν μέρα με τη μέρα. Τώρα με τις
αγέλες τα άλογα, τα γαϊδούρια, τις καμήλες, τα βόδια, τα πρόβατα αποκτήθηκε μια
περιουσία που χρειαζόταν μόνο επίβλεψη και στοιχειώδη περιποίηση για να αναπαράγεται
όλο και περισσότερο και να αποδίδει την πιο άφθονη τροφή σε κρέας και γάλα
καθώς και μαλλί για ρούχα. Όλα τα προηγούμενα μέσα για την εξεύρεση τροφής
πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Το κυνήγι, που πρώτα ήταν απαραίτητο, τώρα έγινε
πολυτέλεια. Η συλλογή καρπών και φρούτων έχασε τη σημασία της και το όργωμα με
τη βοήθεια ζώων μείωσε τον κόπο των ανθρώπων κι αύξησε την παραγωγικότητα των
χωραφιών. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε η ανάγκη ύπαρξης δούλων.
Στις
παλιότερες μορφές της οικογένειας ο δούλος δεν είχε καμμια αξία, αφού, με τη
δουλειά του, το πολύ – πολύ να παρήγε τα δικά του μέσα συντήρησης και τίποτα
περισσότερο. Γι αυτό, στους Ινδιάνους της Β. Αμερική φυλής, σε περίπτωση
πολέμου επικρατούσε η συνήθεια να σκοτώνουν τους ηττημένους ή να τους κάνουν ισότιμα
μέλη (αδελφούς) της νικήτριας φυλής. Τις γυναίκες τις παντρεύονταν ή τις
υιοθετούσαν μαζί με τα παιδιά τους.
Τώρα
όμως χρειάζονται δούλοι για την φύλαξη και συντήρηση των κοπαδιών, αφού τα μέλη
της οικογένειας δεν αρκούν μιας και τα ζώα πληθαίνουν με γρηγορότερους ρυθμούς.
Γι αυτή τη δουλειά ήταν κατάλληλοι οι αιχμάλωτοι πολέμου.
Αυτός
ο πλούτος ανήκε, αναμφισβήτητα στο γένος που υπολογιζόταν από την πλευρά της
γυναίκας σύμφωνα με το μητριαρχικό δίκαιο. Όμως, σύμφωνα με τον τότε
καταμερισμό της εργασίας, ο άντρας ήταν υπεύθυνος για την εξασφάλιση της τροφής
έξω από το σπίτι, και ήταν κάτοχος των αναγκαίων εργαλείων για την εξεύρεσή
της. Τα έπαιρνε μαζί του σε περίπτωση χωρισμού από τη γυναίκα, όπως αυτή
κρατούσε τα οικιακά της σκεύη. Άρα, σύμφωνα με τα τότε έθιμα, ο άντρας ήταν,
επίσης, ιδιοκτήτης της καινούργιας πηγής τροφής, των ζώων και, αργότερα, του νέου
μέσου εργασίας, των δούλων.
Αυτό
που κληροδότησε ο ζευγαρωτός γάμος ήταν το γεγονός ότι, τώρα πια, υπάρχει η
βεβαιότητα για την πατρότητα των παιδιών. Παρά αυτό τα παιδιά του δεν μπορούσαν
να τον κληρονομήσουν, γιατί σύμφωνα με το μητριαρχικό δίκαιο ήσαν ομόαιμοι
συγγενείς της γυναίκας του αλλά όχι δικοί του(**). Άν πέθαινε, η περιουσία του
κληρονομούνταν σε μια σειρά συγγενών του: πρώτα στους αδελφούς και τις αδελφές
του και ύστερα στα παιδιά των αδελφάδων του ή στους απογόνους των αδελφών της
μητέρας του, δηλαδή στο δικό του γένος, αλλά όχι στα παιδιά του, αφού
ανήκαν στο γένος της γυναίκας του. Η αντίφαση, εκτός από τις συναισθηματικές
επιπτώσεις οδηγούσε στον κατακερματισμό της αποκτηθείσας περιουσίας και ήταν
μεγάλη κι άλυτη στα πλαίσια του μητριαρχικού δικαίου.
Στο
βαθμό που τα πλούτη μεγάλωναν, έδιναν, από τη μια πλευρά στον άντρα μια
σημαντικότερη θέση στην οικογένεια από αυτή της γυναίκας κι από την άλλη
δημιουργούταν το κίνητρο να χρησιμοποιήσουν οι άντρες την ενισχυμένη θέση τους
για να ανατρέψουν την παλιά σειρά κληρονομιάς προς όφελος των παιδιών τους. Το
μητριαρχικό δίκαιο έπρεπε να ανατραπεί – και ανατράπηκε. Κι αυτό δεν ήταν
καθόλου δύσκολο, γιατί αυτή η επανάσταση – μια από τις πιο ριζικές που έζησαν
οι άνθρωποι – δεν χρειαζόταν να θίξει ούτε ένα από τα ζωντανά μέλη του γένους.
Έφτανε η απλή απόφαση ότι, στο μέλλον, οι απόγονοι της γυναίκας θα περνούσαν
στο γένος του πατέρα τους, ενώ οι απόγονοι των αρσενικών μελών θα έμεναν στο
γένος της μητέρας. Έτσι ανατράπηκε το μητρικό κληρονομικό δίκαιο και
εφαρμόστηκε η γραμμή καταγωγής από τον άντρα και το πατρικό κληρονομικό δίκαιο.
Η
πατριαρχική οικογένεια χαρακτηριζόταν από την οργάνωση ενός αριθμού
ελεύθερων και ανελεύθερων ανθρώπων σε μια οικογένεια κάτω από την πατρική
εξουσία του αρχηγού της οικογένειας. Αυτός ο αρχηγός της οικογένειας ζει με
πολλές γυναίκες, οι ανελεύθεροι έχουν γυναίκες και παιδιά και σκοπός όλης της
οργάνωσης είναι το φύλαγμα των κοπαδιών και η δουλειά στα χωράφια σε μια
καθορισμένη περιοχή. Στην αρχή ο πατέρας ήταν αυτός που διαχειριζόταν
την περιουσία της οικογένειας και λογοδοτούσε στο οικογενειακό συμβούλιο, τη
συνέλευση του γένους που αποτελούνταν από όλα τα ενήλικα μέλη, άντρες και
γυναίκες. Η συνέλευση παίρνει τις οριστικές αποφάσεις, ασκεί τη δικαστική
εξουσία ανάμεσα στα μέλη και αποφασίζει για τις αγοραπωλησίες που έχουν κάποια
σημασία, ιδίως για αγοραπωλησίες γαιοκτησίας. Η γυναίκα του πατριάρχη έχει την
ευθύνη του σπιτιού και ασκεί εξουσία σε όλες τις γυναίκες. Για να εξασφαλιστεί
η πίστη της γυναίκας, δηλαδή η πατρότητα των παιδιών, η γυναίκα παραδίδεται
χωρίς όρους στην εξουσία του άντρα: αν την σκοτώσει, ασκεί απλώς ένα δικαίωμά
του.
Η
ανατροπή της μητριαρχίας ήταν η κοσμοϊστορική ήττα του γυναικείου φύλου.
Σύντομα ο άντρας, έγινε ιδιοκτήτης όλης της οικογενειακής περιουσίας, έγινε
απόλυτος μονάρχης με δικαίωμα ζωής και θανάτου, είχε το δικαίωμα να έχει
σεξουαλικές σχέσεις με όποια γυναίκα ήθελε (αυτό γινόταν συνήθως με νέες κι
όμορφες δούλες) και πήρε το πηδάλιο και στο σπίτι. Η γυναίκα ταπεινώθηκε,
υποδουλώθηκε, έγινε σκλάβα των ορέξεών του και απλό όργανο τεκνογονίας.
Απομονώθηκε από τις κοινές υποθέσεις κι έγινε μια άμισθη οικιακή υπηρέτρια,
χωρίς κανένα δικαίωμα και κύρος. Παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην αποβλάκωση της
κουζίνας. Η φροντίδα του νοικοκυριού, από λειτούργημα που αφορούσε όλη και σε
όλη την κοινωνία έγινε ένα υποτιμημένο και άχαρο καθήκον. Η γέννηση παιδιών,
αντί να αντιμετωπίζεται σαν μια ιδιαίτερη ικανότητα του φύλου της που, αν ήθελε
την χρησιμοποιούσε ενώ αν δεν ήθελε την αγνοούσε, έγινε σκοπός και προορισμός
της ζωής της. Αν θέλει να χωρίσει δεν μπορεί, γιατί εξαρτάται οικονομικά από
τον άντρα. Αυτή την ταπεινωτική θέση της γυναίκας, όπως προβάλλει ανοιχτά ιδίως
στους Έλληνες της ηρωϊκής και, ακόμα περισσότερο της κλασσικής εποχής,
σιγά-σιγά την εξωράισαν υποκριτικά, κάπου-κάπου της έδωσαν ηπιότερη μορφή, αλλά
δεν την κατάργησαν καθόλου.
Η
μονογαμική οικογένεια δημιουργήθηκε μόνο για ένα σκοπό: την διασφάλιση της
βεβαιότητας ότι η κληρονομιά της οικογενειακής περιουσίας θα περάσει στα γνήσια
παιδιά του άντρα. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της είναι ότι είναι μονογαμία μόνο
για τη γυναίκα.
Στον
Όμηρο οι αιχμαλωτισμένες νέες γυναίκες
προορίζονται για τη σαρκική απόλαυση των νικητών. Ολόκληρη η Ιλιάδα
περιστρέφεται γύρω από τον καυγά του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα για μια δούλη.
Για κάθε σημαντικό ομηρικό ήρωα αναφέρεται η αιχμαλωτισμένη στον πόλεμο κοπέλα
που μοιράζεται μαζί του τη σκηνή και το κρεβάτι του. Τα κορίτσια αυτά τα
παίρνουν μαζί τους στην πατρίδα και το συζυγικό σπίτι, όπως κάνει ο Αγαμέμνονας
με την Κασσάνδρα στο έργο του Αισχύλου. Οι γιοί που γεννιούνται από τέτοιες
σχέσεις δικαιούνται ένα μικρό μερίδιο από την κληρονομιά και θεωρούνται
ελεύθεροι. Από τη σύζυγο απαιτούσαν να τα δέχεται όλα αυτά, η ίδια όμως να
μένει αυστηρά πιστή στον σύζυγο.
Όμως,
ο παλιός ομαδικός γάμος ήταν τόσο βαθιά ριζωμένος στη συνείδηση των ανθρώπων,
που, ακόμα και στις ανδροκρατικές κοινωνίες της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης,
βρίσκουμε ισχυρά υπολείμματά του, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται οι
οργιαστικές γιορτές του Διονύσου και τα Σατουρνάλια της Ρώμης, πλάι σε άλλες, ανάλογες
θρησκευτικές γιορτές.
Η
οικογένεια στην Ελλάδα πέρασε από όλα τα στάδια, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο,
αλλά εδώ το πατρικό δίκαιο και η μονογαμική οικογένεια έφθασαν στην πλήρη και
καθαρότερη μορφή τους, αρχικά στους αρχαίους Αθηναίους.
Στους
Δωριείς επικρατεί ένας ζευγαρωτός γάμος που θυμίζει πολύ τον ομαδικό. Οι
άτεκνοι γάμοι διαλύονται. Ο βασιλιάς Αναξανδρίδας πλάι στην άτεκνη γυναίκα του
πήρε μια δεύτερη. Ο βασιλιάς Αριστίων πρόσθεσε μια τρίτη γυναίκα μαζί με τις
δυο στείρες που είχε, όμως χώρισε μια από τις τρεις. Πολλοί αδελφοί μπορούν να
έχουν μια γυναίκα από κοινού, αρκεί να συμφωνούσε και η ίδια και μπορούσε ο
φίλος, που του άρεσε καλύτερα η γυναίκα του φίλου του, να τη μοιράζεται μαζί
του, αν ήθελε κι αυτή. Αν μια Σπαρτιάτισσα πήγαινε με ένα άντρα αναγνωρισμένης
αξίας, ο σύζυγος το θεωρούσε πολύ αξιοπρεπές, ακόμα κι αν ο εραστής δεν ήταν
πολίτης. Γι αυτό ήταν κάτι άγνωστο η πραγματική μοιχεία, η απιστία της γυναίκας
πίσω από την πλάτη του άντρα και η πορνεία. Ταυτόχρονα οι Σπαρτιάτισσες
συμμετείχαν στην πολεμική εκπαίδευση και τα κοινά. Έτσι οι Σπαρτιάτισσες και ο
ανθός από τις εταίρες της Αθήνας είναι οι μόνες Ελληνίδες για τις οποίες μιλούν
με σεβασμό οι αρχαίοι και που θεωρούν ότι αξίζει να σημειώνουν τις γνώμες τους.
Διαφορετικά
ήσαν τα πράγματα στους Ίωνες, που χαρακτηριστική εκπρόσωπός τους ήταν η Αθήνα.
Τα κορίτσια μάθαιναν μόνο να γνέθουν, να υφαίνουν, να ράβουν και, το πολύ-πολύ,
να μαθαίνουν λίγη γραφή κι ανάγνωση. Ήταν σχεδόν φυλακισμένες και
συναναστρέφονταν μόνο γυναίκες. Ο γυναικωνίτης ήταν ένα ξεχωριστό διαμέρισμα
στο πάνω πάτωμα ή στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου δεν έμπαιναν εύκολα άντρες,
ιδίως ξένοι κι όπου αποτραβιόνταν οι γυναίκες όταν έρχονταν άντρες επισκέπτες.
Οι γυναίκες δεν έβγαιναν χωρίς τη συνοδεία κάποιας δούλης. Στο σπίτι τις
επιτηρούσαν. Ο Αριστοφάνης γράφει για μολοσσούς, που τους είχαν για να
τρομάζουν οι επίδοξοι μοιχοί και στις ασιατικές (τουλάχιστον) χώρες συντηρούσαν
για την επιτήρηση των γυναικών ευνούχους που, ήδη τον καιρό του Ηροδότου, τους
έφτιαχναν στη Χίο για να τους πουλούν. Ο Ευριπίδης χαρακτηρίζει τη γυναίκα με
την ουδέτερη λέξη «οικούρημα», σαν κάτι που φροντίζει το σπίτι
και, για τον Αθηναίο, η γυναίκα ήταν ένα μέσο για την παραγωγή παιδιών και την
επιστασία των οικιακών δούλων. Από την άλλη πλευρά ο άντρας είχε τις
γυμναστικές του ασκήσεις, τις δημόσιες συζητήσεις του και δούλες στη διάθεσή
του. Στην εποχή της άνθισης της Αθήνας υπήρχε μια πλατειά πορνεία (εταιρισμός)
που το κράτος την ευνοούσε με διάφορους τρόπους. Μερικές από τις πόρνες, επειδή
ήσαν πολύ ενημερωμένες και καλλιεργημένες, αναδείχθηκαν σε μοναδικές ελληνικές
γυναικείες φυσιογνωμίες, που, με το πνεύμα τους και την ανάπτυξη του
καλλιτεχνικού τους γούστου, ξεχωρίζουν πάνω από το γενικό επίπεδο των γυναικών
της αρχαιότητας, όπως ξεχωρίζουν οι Σπαρτιάτισσες με τον χαρακτήρα τους. Το
γεγονός, όμως, ότι η γυναίκα έπρεπε πρώτα να γίνει εταίρα για να γίνει γυναίκα
με οντότητα, αποτελεί την πιο αυστηρή καταδίκη της αθηναϊκής οικογένειας.
Αυτή
η αθηναϊκή οικογένεια, με το πέρασμα του χρόνου, έγινε το πρότυπο για την
διαμόρφωση των οικογενειακών σχέσεων, όχι μόνο των άλλων Ιώνων, αλλά και των υπολοίπων
Ελλήνων της μητρόπολης και των αποικιών. Όσοι ντρέπονταν να εκδηλώσουν
οποιαδήποτε αγάπη για τις γυναίκες τους διασκέδαζαν σε κάθε λογής ερωτικές
περιπέτειες με τις εταίρες. Ο υποτίμηση κι ο εξευτελισμός, όμως, των γυναικών
εκδικήθηκε τους άντρες και τους εξευτέλισε κι αυτούς ώσπου εξευτέλισαν, εκτός
από τους εαυτούς τους και τους θεούς τους με την δημιουργία του μύθου του
Γανυμήδη.
Ανάλογη,
αλλά λιγότερο ωμή ήταν η θέση της γυναίκας στους Ρωμαίους. Εδώ, ο Ρωμαίος
θεωρούσε αρκετή εγγύηση για την πίστη της γυναίκας του το δικαίωμα ζωής και
θανάτου που είχε επάνω της. Οι Ρωμαίες ήσαν πιο ελεύθερες και έχαιραν
μεγαλύτερου σεβασμού. Επίσης, η γυναίκα μπορούσε να λύσει μονομερώς τον γάμο,
όπως κι ο άντρας.
Κάθε
πράγμα έχει τουλάχιστον δυο όψεις. Δεν μπορούμε να κρίνουμε την ανθρώπινη
ιστορία από δήθεν ηθική πλευρά. Το καταπιεστικό για τις γυναίκες
καθεστώς της πατριαρχίας δεν δημιουργήθηκε επειδή το ήθελαν οι άντρες για να
«περνούν καλά». Καλά περνούσαν και πριν. Δημιουργήθηκε όταν δημιουργήθηκαν οι
κοινωνικοοικονομικές προϋποθέσεις και, εξ αυτών, η απαίτηση για εξέλιξη της κοινωνίας. Είναι ένα στάδιο
ενταγμένο στην συνολική προσπάθεια του ανθρώπου να προοδεύσει και να ξεφύγει
από την ανέχεια, την πείνα, τις αρρώστιες, δηλαδή να ιδιοποιηθεί τη φύση ή, για
να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Δαρβίνου, να προσαρμοστεί ενεργητικά σε
αυτή. Κοντολογίς, για να ξεφύγει από το λιοντάρι, την αρκούδα και την πνευμονία.
Η
πατριαρχική οικογένεια και η μονογαμία γεννήθηκαν όταν, με την εξέλιξη των όρων
της ανθρώπινης εργασίας, άρχισε να υπάρχει περίσσευμα του παραγομένου προϊόντος
και δημιουργήθηκε η ανάγκη για την διατήρηση και την παραπέρα συσσώρευση
πλούτου. Η δημιουργία της νέας οικογένειας ήταν αποτέλεσμα και ταυτόχρονα
ενεργητικός παράγοντας μιας διαδικασίας που οδήγησε σε ένα ανώτερο
κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Ήταν αποτέλεσμα και συνεργός μιας συνεχούς
κίνησης που οδηγεί στην περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνίας, την αναπόφευκτη κατάρρευση
παλιών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών και τη δημιουργία νέων που, με τη σειρά
τους παλιώνουν και καταρρέουν μέχρι τον σημερινό, τον αυριανό και τον μεθαυριανό,
χωρίς τέλος.
Το
ότι ο άντρας είχε στην ευθύνη του τη δουλειά έξω από το σπίτι, όπου
δημιουργήθηκε ο πρώτος πλούτος, ήταν ένα, περίπου, τυχαίο γεγονός.
Η
ίδια κοινωνική εξέλιξη που οδήγησε την γυναίκα στην οικονομική εξάρτηση από τον
άντρα και, εξ’ αυτής, στην πλήρη υποταγή της σε αυτόν, σήμερα έχει δημιουργήσει
τις προϋποθέσεις για την πλήρη απελευθέρωσή της.
Με
την εξέλιξη των εργαλείων παραγωγής και την ανθρώπινη ικανότητα, το πέρασμα
στην γενικευμένη βιομηχανική παραγωγή και την ανάγκη εύρεσης μεγάλου εργατικού
δυναμικού, η γυναίκα εντάχθηκε πάλι στην κοινωνική παραγωγή και σταμάτησε η
οικονομική της εξάρτησή της από τον άντρα, ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια
πλήρους υποταγής σε αυτόν. Αυτό της δίνει τη δυνατότητα να συνάπτει
σχέσεις σύμφωνα με τη θέλησή της και να διακόπτει μια σχέση ή ένα γάμο, χωρίς
να έχει το άγχος της επιβίωσης για την ίδια και τα παιδιά της. Η γυναίκα, με
την επανεμφάνισή της στην κοινωνική παραγωγή και, λόγω αυτής, στην μόρφωση και
την εκπαίδευση, επιδόθηκε σε μεγάλους και δύσκολους αγώνες, πολλές φορές μαζί
με τους άντρες, ώστε να αποκτήσει πλήρη κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα.
Διακρίθηκε στο εργοστάσιο, το γραφείο, τις επιχειρήσεις, τις επιστήμες, τις
τέχνες, τις δημόσιες υποθέσεις κ.λ.π. και απέκτησε ελευθερίες που είχε στερηθεί
εδώ και τρεις χιλιετηρίδες και ήσαν αδιανόητες πριν από εκατό χρόνια. Όσον
αφορά στην Ελλάδα, λόγω της καθυστέρησης της εκβιομηχάνησής της συγκριτικά με
άλλες χώρες, αυτές οι ελευθερίες ήσαν αδιανόητες μέχρι πριν από 30 ή 40 χρόνια
και δεν έχουν, ακόμα, «χωνευτεί» σε καθυστερημένες περιοχές της χώρας μας, ενώ υπάρχουν
άτομα που διακατέχονται ακόμα και σήμερα από μισοφεουδαρχικές αντιλήψεις, ακόμα
και στις μεγάλες πόλεις. Εδώ, εκτός από τις έντονες αδρανειακές επιβιώσεις,
πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη και ο ρόλος των πολιτικών σκοπιμοτήτων. Ενδεικτικά το
οικογενειακό δίκαιο που είχε συνταχθεί επί δικτατορίας του Μεταξά τέθηκε σε
εφαρμογή με τη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Στηριζόταν στην αρχή ότι «ο ανήρ
είναι η κεφαλή της οικογενείας και αποφασίζει περί παντός. Η γυνή ασχολείται με
τα του οίκου». Ακόμα και τότε οι τράπεζες προσλάμβαναν μόνο άντρες. Κι αυτά
συνέβαιναν μόλις το 1949-50, όταν στην Ευρώπη, την Αμερική και αλλού οι
γυναίκες συμμετείχαν μαζικά στην παραγωγή από τα τέλη του 19ου
αιώνα!
Πάντως,
σήμερα, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενες γυναίκες είναι, λίγο –
πολύ, κοινά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και οι εργαζόμενοι άντρες.
Πλήρη
ελευθερία στην επιλογή του συντρόφου θα έχουν οι γυναίκες και οι άντρες μόνο σε
μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα γεννιούνται και θα μεγαλώνουν απαλλαγμένοι από
το άγχος της επιβίωσης και, θα συμμετέχουν και απολαμβάνουν όλα τα αγαθά του
πολιτισμού. Τότε η πλήρης ισονομία των δυο φύλων θα σχίσει τα νομικίστικα χαρτιά,
και θα γίνει αυτονόητη και καθολική καθημερινή πρακτική. Τότε εκείνοι οι
ελεύθεροι άνθρωποι θα δημιουργήσουν νέα είδη σχέσεων και νέες μορφές
οικογένειας. Είναι πολύ πιθανόν να επικρατήσει η μονογαμία και για τα
δύο φύλα, αφού η επιλογή των συντρόφων θα γίνεται με απόλυτη ελευθερία. Όμως,
το πιθανότερο είναι να γράψουν στα παλιά τους τα παπούτσια το τι πιστεύουμε
εμείς γι αυτούς και να ακολουθήσουν τους δικούς τους, ολοκαίνουργιους δρόμους.
Θα φτιάξουν τη δική τους ζωή και την δική τους κοινή γνώμη για τις πράξεις του
καθενός και - τέρμα.
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΜΠΙΧΤΑΣ
(*) Κατά τον 1ο αιώνα η Βελέντα, ιέρεια της
γερμανικής φυλής των Βρουκτέρων στην περιοχή του ποταμού Λίππε, ήταν η
κινητήρια ψυχή της εξέγερσης των Μπαταυών που κλόνισε τη ρωμαϊκή κυριαρχία στην
Γαλατία.
Όταν ο
Κλαύδιος με τις λεγεώνες του αποβιβάστηκε στην Βρετανία το 44 μ.Χ., η ικανότερη
και σκληρότερη αντίπαλός του ήταν η Βουντριχία ή Βουντρίχια, βασίλισσα του Βορρά.
Άγαλμα που την παριστά επάνω σε πολεμικό άρμα υπάρχει σε μια από τις γέφυρες
του Τάμεση.
(**) Ο Αισχύλος στις «Ευμενίδες», την τελευταία τραγωδία
της τριλογίας «Ορέστεια», μας δίνει με σαφή τρόπο την άποψη του μητριαρχικού
δικαίου για την σχέση γονιών και παιδιών: οι Εριννύες καταδιώκουν τον Ορέστη
επειδή σκότωσε την μητέρα του Κλυταιμνήστρα για να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα
του Αγαμέμνωνα. Κατά τις Εριννύες, που ήσαν οι δαιμονικές προστάτιδες του
μητριαρχικού δικαίου, ο Ορέστης διέπραξε το μέγιστο των εγκλημάτων αφού η
Κλυταιμνήστρα ως μητέρα του ήταν συγγενής εξ αίματος του Ορέστη ενώ ο πατέρας
του, ο Αγαμέμνων, δεν ήταν.
«Ουκ ήν όμαιμος φωτός ον κακέκτανεν» στ. 605.
Με την αποφασιστική ψήφο της Αθηνάς
υπέρ της αθώωσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου