Ο Λιαντίνης στον "Κήπο των Επικούρειων"
Τα τελευταία χρόνια μού αρέσει να διαβάζω Λιαντίνη. Μου αρέσει ο τρόπος γραφής του, που ασκεί μια επιρροή δασκάλου προς τον μαθητή του, καθώς με αναγκάζει να ανατρέχω σε λεξικά, ιστορία, μυθολογία, ποίηση κλπ, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις και το λεξιλόγιό μου. Με εντυπωσιάζει η μνημονική του ικανότητα, ίσως, η μεγαλύτερη που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Μου αρέσει η ανάλυση-κριτική για έργα άλλων με ευθύτητα και ειλικρίνεια, παρά τις όποιες αντιφάσεις που αφήνουν κάποιες απορίες. Οι περισσότερες ιδέες του, οι οποίες με υποβάλλουν σε μια διαδικασία αναζήτησης της προσωπικής μου ευθύνης σε οτιδήποτε.
Η εντιμότητά του, που είναι ευδιάκριτη σε κάθε του κείμενο. Η αγάπη του για τον άνθρωπο και τη φύση. Οι παροτρύνσεις στον αναγνώστη του να βγει απ’ τη λήθη που τον βάζει η μέριμνα της πραγμάτωσης των στόχων και η ρουτίνα -υπενθυμίζοντάς του ότι η ζωή δεν είναι αναβλητή ή αναστρέψιμη ώστε να την αφήνει να χάνεται-, να γκρεμίσει τις άρρωστες παραδόσεις των δεισιδαιμονιών και με απλότητα, σεμνότητα και εντιμότητα να ζήσει πραγματικά… να ζήσει την αλήθεια - όπου το α είναι στερητικό, η αλήθεια είναι έξω απ’ τη λήθη. Τότε μόνο θα μπορέσει να χτίσει πάνω απ' τα γκρέμια μία καινούργια, ειλικρινή και έμορφη ζωή, λευτερωμένη απ' τον φόβο θανάτου. Μια ζωή, που θα χαίρεται την κάθε στιγμή της!
[…]«Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήνεις να πάει χαμένη. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη».
[Λόγια από το τελευταίο του μάθημα στο Μαράσλειο διδασκαλείο λίγες μέρες πριν φύγει (27/05/1998)]
Παράλληλα συμμετέχω σε μια φιλοσοφική ομάδα, τους Φίλους Επικούρειας Φιλοσοφίας "Κήπος Θεσσαλονίκης". Κάποια μέρα, στα πλαίσια μιας συνάντησης τής ομάδας, τέθηκε το ερώτημα αν δύναται να χαρακτηριστεί ο Λιαντίνης επικούρειος, μιας και έχει μιλήσει κολακευτικά, σε κάποιες αποστροφές του λόγου του, για τη φιλοσοφία του Επίκουρου. Βέβαια, σε αντιδιαστολή και στο πλαίσιο τον αντιφάσεών του, μπορούμε να συμπεριλάβουμε τον τρόπο που επέλεξε να φύγει απ’ τη ζωή και τη συμπάθειά του σε Πλατωνικές απόψεις που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την επικούρεια φιλοσοφία. Για τον Πλάτωνα φιλοσοφία, επί λέξει, σημαίνει μελέτη θανάτου, ενώ για τον Επίκουρο, μπορούμε να υποθέσουμε από τα συμφραζόμενα, το ακριβώς αντίθετο, μελέτη ζωής.
Ασφαλώς το ερώτημα, που… δε συνάδει με την επικούρεια αντίληψη της πλειοτιμίας αλλά έχει να κάνει με τη δίτιμη λογική, άσπρο ή μαύρο, θα μπορούσε να το απαντήσει μόνο ο ίδιος, αλλά ας δούμε κάποια λεγόμενα και γραφόμενά του που ίσως βοηθήσουν στην προσέγγιση αυτής της απάντησης.
Το πρώτο που παρατηρώ είναι ότι του αρέσουν οι αντιφάσεις:
[…]«Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο. Όποιος πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ζωντανό το νόμο της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του κόσμου».[Η Ερώτηση της Μαργαρίτας - Γκέμμα, σελ.17]
[…]«Γιατί ο θεός για τα μέτρα του ανθρώπου είναι και δεν είναι να υπάρχει, που λέει ο Φάουστ. Έχει και δεν έχει όνομα*, που είπε ο Ηράκλειτος. Βρίσκεται άγνωστος, και τέτοιος θα παραμένει, όπως μας παρακινεί η επιγραφή στη βάση του βωμού στην Αγορά της αρχαίας Αθήνας: τῷ Ἀγνώστῳ».*Βλ. Ηράκλειτος Frg. 32 (Diels – Kranz) [Η Ερώτηση της Μαργαρίτας - Γκέμμα, σελ. 18]
[…]«Ο θεός του Ευριπίδη είναι το "πιστεύω" του Φάουστ και του Σταυρόγκιν. Ο μη θεός του Ευριπίδη είναι το "δεν πιστεύω" του Φάουστ και του Σταυρόγκιν. Και το ανάμεσα στο θεός και μη θεός του Ευριπίδη είναι το ανάμεσα στο ναι και στο όχι του Φάουστ και του Σταυρόγκιν. Είναι ο άνθρωπος της γης που, καθώς βρίσκεται ανάμεσα σε ζωή και σε θάνατο, αγωνίζεται να κατανοήσει το νόημα της ύπαρξής του μέσα στο σύμπαν».[Η Ερώτηση της Μαργαρίτας - Γκέμμα, σελ. 19]
Στα παραπάνω αποσπάσματα βλέπουμε να αντιμετωπίζει ο ίδιος το ζήτημα του θεού με την πλειοτιμία που δίδασκε ο Επίκουρος. Επίσης, μου θυμίζει τη στάση που κρατούσε ο Επίκουρος για τους Θεούς, που ενώ τους εκθειάζει παράλληλα τους υποβαθμίζει αφαιρώντας τη θεϊκή επιρροή που μπορεί να ασκούν στους ανθρώπους και τα προβλήματα τους.
«Το μακάριο και το άφθαρτο ον (ο Θεός) ούτε το ίδιο έχει έγνοιες, ούτε σε άλλον δημιουργεί. Κατά συνέπεια, ούτε οργίζεται ούτε κάνει χάρες. Διότι αυτά είναι γνωρίσματα ασθενούς όντος».[Επίκουρου - Κύριαι Δόξαι]
Συνεπώς, το μακάριο και άφθαρτο ον, δεν ασχολείται με τίποτε άλλο εκτός του εαυτού του, διότι κάτι τέτοιο πολύ απλά θα υποβίβαζε την ιδιότητά του.
Ας δούμε τι λέει ο ίδιος για τον Επίκουρο:
Στο "Πολυχρόνιο - Στοά και Ρώμη" το 1987, θυμωμένος με τους Στωικούς, απαξιώνει όλη τη μετά Αριστοτέλη Ελληνική φιλοσοφία:
[…]«Θα ήταν σημάδι εμορφιάς και εντιμότητας, εάν οι Έλληνες είχαν πάψει να φιλοσοφούν αμέσως μετά τον Αριστοτέλη. Πεθαίνοντας ο Αριστοτέλης να συντρίψουν τον κάλαμο και να κάψουν το φτερό τους. Εάν είχαν κάμει, όπως έκαμε η Λαΐδα».
Στο ίδιο βιβλίο, όμως, διαχωρίζει τον Επίκουρο και μιλάει κολακευτικά γι’ αυτόν:
[…]«Ο Επίκουρος δεν ακούστηκε στον καιρό του, αλλά ούτε και οι υστερινοί τον άκουσαν. Κατάκτησε χώρες μεγάλες όσο και οι χώρες του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου, και μας έφτασαν μόνο μισόλογα γι’ αυτόν. Κανείς δεν έγραψε την ιστορία του. Εξαίρεση έξοχη ξεχωρίζει ξεχασμένος ο εξαίσιος Λουκρήτιος.
Οι μισοί από τους ανθρώπους που άκουσαν το όνομα του Επίκουρου, αγαθοί σαν τους μηλοκόπους στη θάλασσα, τον επήρανε για ακαμάτη. Οι άλλοι μισοί, πονηροί και μπαλντατζήδες, ανιχνέψανε σωστά τον επαναστατικό του γόμο. Είδαν και τρόμαξαν τη μελλοντική του συγκομιδή. Και λάβανε μέτρα. Ο αδιάβαγος, είπανε. Ο χοιροβοσκός, ο βοϊδολάτης.
Γρήγορα άρπαξαν τα αξίνια τους και τα άλλα σύνεργα του νεκροθάφτη. Και σκέπασαν το τίμιο σώμα της γνώσης του Επίκουρου στα μαγιάπριλα και στους αηδονισμούς της σιωπής. Η χειροπιαστή στιγμή για τον άνθρωπο χάθηκε μέσα στα μάτια του.
Έτσι στερήθηκε η ανθρωπότητα τη μεγάλη ευκαιρία να εισέλθει στην τροχιά της ειλικρίνειας, της ευθύνης, της εντιμότητας και της εμορφιάς.
Οι σελτζούκοι του ιερατείου, του σχολειού και της πέννας κατηγόρησαν τον Επίκουρο τα πολλά τάχατες.
Πως απλοποίησε τάχατες τον κόσμο, γιατί ονόμασε τη χαρά, την ελαφράδα του και την ευεξία.
Πως παραγνόησε τάχατες τη χασοφεγγαριά της ζωής, γιατί αρνήθηκε το κακό, τις συφορές και τη λύπη. Πως εξευτίλισε τάχατες τα ευπρεπή του ανθρώπου, γιατί εκήρυξε:
Φάγετε και πιέτε, και ευφράνθητε· γιατί αύριο αποθνήσκετε.
Πως καταφρόνησε τάχατες τους σοφούς και τους δασκάλους, γιατί παίνεσε την αμεσότητα, τη φρεσκάδα, το βαθύπλουτο κάλεσμα της στιγμής και την αυτογέννητη γνώση. Πως εχλεύασε τα θεϊκά και τα όσια.
Πίσω από τα βλέφαρα του ύπνου του, όσο ο άνθρωπος ζει, αργοσαλεύουν όνειρα, πόθοι, εμορφιές, αλήθειες και πλάνες. Και σαν αποθάνει ο άνθρωπος, στις κόχες των κρανίων που χάσκουν ξελημεριάζουν οι αράχνες, οι σκορπιοί και οι σαύρες…
Εάν δεν είχε φράξει τη φωνή του Επίκουρου ο φόβος, η άγνοια και η μισανθρωπία του ανθρώπου για τον άνθρωπο, η ιστορία θα ‘χε τραβήξει άλλο δρόμο. Αλλά τη γραμμή και την πορεία του κόσμου τη χαράξανε οι ντροπές μας: μια καρδιά που τουρτουρίζει, ένα μυαλό του προβατιού και της ύαινας, και η προέχουσα κοιλιά που τη βουρλίζουν οι βορβορυγμοί της.
Το κατώγι, ο φωταγωγός και το παραπόρτι του σπιτιού μας έκρυψαν την πρόσοψη, το στούντιο και το δώμα. Ήμασταν κάποτε από καλή γενιά. Εμείς οι γύφτοι.
Εάν ο Επίκουρος είχε περάσει –αλίμονο! μόνον οι Μήδοι περνούν– θα ‘χε κρατήσει στον κόσμο ένα λιτό είδος αντιθρησκείας. Η ενιαία συνείδηση δηλαδή της φυσικής γνώσης, της απλότητας, του σθένους, της εγκαρτέρησης και της κατάφασης. Όλα εκείνα που ο Επίκουρος τα είπε λεβεντιά, και ο Νίτσε στις μέρες μας χαρούμενη επιστήμη και πολλή ανθρωπιά.
Με τον Επίκουρο δόθηκε η ευκαιρία στην ανθρωπότητα να προστατέψει τον άνθρωπο και το μέλλον του από έναν ατλαντικό άχρηστα πράγματα, αθλιότητες, ψεύδη, πλάνες, απάτες, συναξάρια, ιερές συνόδους, βίους αγίων, σκούφους του παπά και του πάπα, εγκλήματα και μάταιη σπατάλη του πνεύματος.
Και η ευκαιρία χάθηκε».[Πολυχρόνιο, 1987]
Δέκα χρόνια περίπου αργότερα, λίγους μήνες πριν φύγει, σε μια διάλεξή του σε στρατιωτικούς Ιατρούς με θέμα τη φιλοσοφική θεώρηση του θανάτου, στο ερώτημα ενός ιατρού αν φοβάται τον θάνατο, δίνει μία χαρακτηριστική απάντηση:
«Η ερώτηση αυτή είναι αδιέξοδη, κατά την έννοια ότι της λείπει η απόδειξη»
Συνέχισε, εξηγώντας ότι αυτός δεν φοβάται τον θάνατο αλλά για να τον πιστέψουμε θα πρέπει να περιμένουμε την απόδειξη.
Και η απόδειξη ήρθε…!
Ακολουθεί το απόσπασμα και το βίντεο αυτής της διάλεξης, στο οποίο κάνει αναφορά στον Επίκουρο.
[…]«Λοιπόν. Τώρα… Σχετικά με τον φόβο του θανάτου, υπάρχουν και άλλα πολλά πράγματα, μας έχει η ιστορία, η παράδοση, πολιτισμοί, φαινόμενα πολιτισμικά, θρησκείες κλπ, μας έχει φορτώσει και με πολλούς φόβους. Δεν τα θίγω αυτά τα πράγματα, γιατί είναι έξω από την περιοχή μας…
Θα σας πω όμως μόνο ένα πράγμα για να ‘ρθούμε στο τελευταίο σημείο, στο φάρμακο. Τις πιο ωραίες σκέψεις απάνω στο ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε το θάνατο σαν ένα φυσικό φαινόμενο όπως όλα τα άλλα και καθώς προβληματιζόμαστε την ώρα που φτάνουμε να πεθαίνουμε να μην τον φοβόμαστε, μας τις έχει δώσει ένας μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος, που δυστυχώς μία σκοπιμότητα τον κράτησε αφανή. Το αρχοντιλίκι και το ιερατείο της εποχής. Είναι ο Επίκουρος.
Έζησε από το 340 ως το 270 π.Χ. κι έφτιαξε και σχολή όπως ξέρετε, οι Επικούρειοι, έτσι; Όπως λένε οι ιστορικοί, οι φιλοσοφικές σχολές της παρακμής όπως λένε.
Τι ωραία πράγματα μας είπε! Ουσιαστικά μας έδωσε την αιώνια οδηγία να ζήσουμε ο καθένας μία χαρούμενη, μία ευτυχισμένη ζωή. Η οποία είναι στο χέρι μας, λέει. Μπορούμε να τη ζήσουμε.
Αυτή είναι όλη η φιλοσοφία, ο επικουρισμός που λένε, αλλά είναι παραχαραγμένος και αλλοιωμένος. Δεν είναι αυτά που είπαν ότι είπε ο Επίκουρος. Άλλα είπε. Σχετικά με τον θάνατο λοιπόν, μας λέει ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο. Μία φοβερή πρόταση που λέει στην τρίτη επιστολή προς Μενοικέα. Σ’ ένα μαθητή του, εκεί θα βρείτε την ακόλουθη πρόταση:
"Το φρικωδέστατο των κακών ο θάνατος, ουδέν προς ημάς."
Δε μας αγγίζει. Μη φοβάσαι! Γιατί;
"Επειδήπερ όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου παρέστιν. Όταν δε ο θάνατος παρή, ημείς ουκ εσμέν."
Σημαίνει αυτό: Δε μας φοβίζει ο θάνατος γιατί όταν εμείς εδώ και ζούμε, ο θάνατος είναι μακριά. Ανύπαρκτος. Και όταν έρθει ο θάνατος, εμείς έχουμε φύγει.
Επομένως καμία αγωνία, κανένα φόβο, και ζήστε τη ζωή σας χωρίς αυτό το άγχος του θανάτου.
Μας έδωσε αυτός, ο Επίκουρος, και το αναφέρω, γιατί έχει ειδική, ειδική σχέση με τους γιατρούς, την περίφημον τετραφάρμακον. Τέσσερα φάρμακα. Πανάκεια της ζωής. Φάρμακο, με έννοια ιατρική. Του Ιπποκράτη.
Ποια είναι αυτά τα τέσσερα φάρμακα;
Πρώτον: "Θεός άφοβον" Μην τον φοβόσαστε τον θεό. Δεν είναι κανένα μορμολύκειον, κανένας μπαμπούλας. Τώρα εδώ πρέπει να… αναφέρει κανείς τι σημαίνει θεός για τον Επίκουρο. Απλώς φτάνω στο αποτέλεσμα. "Άφοβον ο θεός".
Δεύτερον: "Θάνατος αναίσθητον" Όταν θα πεθάνω εγώ, δηλαδή, θάνατος καμία αίσθηση, καμία… ένας αιώνιος ωραίος ύπνος, εκείνο που το είπε ο… Σοφοκλής μας, σε ένα χορικό στις τραγωδίες του, τον αιένυπνον, αιέν = αεί, πάντα, αιένυπνον, αιώνιος ύπνος. Θάνατος λοιπόν αναίσθητον.
Τρίτον: "Και το αγαθόν εύκτητον". Μπορείς να την αποκτήσεις τη χαρά. Εύκολο πράγμα. "Και το κακόν ευεκκαρτέρητον". Και κακόν, οι συμφορές, τα δεινά που μας χτυπάνε, κι αυτά μπορούμε να τα καρτερέσουμε αν έχουμε αυτή την ορισμένη εφόπλιση, αυτή τη φιλοσοφική δίαιτα. Τη σωστή φιλοσοφική στάση».
Οι θρησκόληπτοι και όσοι τρέμουν την ανυπαρξία του θανάτου τους ποτέ δεν θα αποκτήσουν καλές σχέσεις με τον Λιαντίνη. Όπως δεν είχαν και με τον Επίκουρο στον καιρό του. Έτσι κι αλλιώς κανένας στοχαστής ή φιλόσοφος δεν είναι για όλους…
Ο Λιαντίνης αγαπούσε τη ζωή και τους ανθρώπους, δεν έπασχε από κατάθλιψη, δεν έφυγε γιατί ήταν άρρωστος. Σαν Καθηγητής -εκείνος ήθελε να τον φωνάζουν Δάσκαλο- μαγνήτιζε τα βλέμματα όλων. Τον αγαπούσαν οι μαθητές του και εκείνος ακόμα πιο πολύ. Λυπόταν για το κακό που είχε προκαλέσει η γενιά του στους νεότερους και ζητούσε συγνώμη για τα κακά που θα μας έβρισκαν. Πόσα ήξερε…
[…]«Το σθένος και η ειλικρίνεια του δασκάλου ενώπιον της διδασκαλίας σήμερα, στον αιώνα της αποθέωσης της υποκρισίας και της συμβατικότητας, είναι το κριτήριο για το αν η δουλειά του επιπλέει στο επάγγελμα ή ανυψώνεται στο λειτούργημα».[Διδακτική (1990), σελ. 13]
[…]«Σωστή παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή, και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες που από νήπια τους περνάει μια παράδοση άρρωστη μέσα από την οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία, την εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης, και τους άλλους παράγοντες της αγωγής.
Το ένα λοιπόν είναι να ριζώσουμε τον νέο στη ζωή. Το άλλο να ξεριζώσουμε από μέσα του την ψευτιά.
Δάσκαλος που αγνοεί το πρώτο μισό, το χρέος δηλαδή του χαλαστή, δε μορφώνει ανθρώπους. Απλά γιατροπορεύει άρρωστους…»[Τα Ελληνικά - Ίδε ο δάσκαλος (1992)]
[…]«Η παιδεία των νέων, είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών... Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας».[Τα Ελληνικά - Δάσκαλοι και ποντίκια (1992)]
Παρά τις ομοιότητες που συναντάμε με την επικούρεια φιλοσοφία, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Λιαντίνης ήταν ένας άνθρωπος ανένταχτος, δεν ανήκε πουθενά – εκτός, ίσως, στην Λακωνία και τη Λιαντίνα ειδικότερα. Στην τελευταία του επιστολή, προς την κόρη του, γράφει στον επίλογο:
«Έζησα Έρημος και Ισχυρός».
Δεν του άρεσαν οι ομαδοποιήσεις. Προφανώς, είχε επιρροές από τον πνευματικό του δάσκαλο, Νίτσε:
«Η παράνοια σε άτομα είναι σχετικά σπάνια. Όμως σε ομάδες, κόμματα, έθνη και εποχές είναι μάλλον ο κανόνας».[Πέρα από το καλό και το κακό – Γνωμικά και ιντερμέδια σελ.76, γνωμικό 156]
Οπότε, πώς εμείς, αυθαίρετα, θα μπορούσαμε να τον εντάξουμε σε μια φιλοσοφική σχολή και να του δώσουμε τον τίτλο του επικούρειου; Ή, καλύτερα, πώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν ήταν παράλληλα και Πλατωνικός, Αριστοτελικός, ή λάτρης των προσωκρατικών φιλοσόφων, για τη φιλοσοφία των οποίων έχει μιλήσει με άκρως κολακευτικά λόγια;
Μάλλον και αυτή η ερώτηση είναι αδιέξοδη κατά την έννοια ότι της λείπει η απόδειξη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου