"Βενζινάδικο αισθημάτων"
"Εκεί όπου ακουμπάει η Γκιώνα με την Οίτη, εκεί, σ' εκείνον τον αυχένα, που ανταμώνονται τα δυό βουνά, σπρώχνοντας εδώ κι εκατομμύρια χρόνια το ένα το άλλο, εκεί σ' εκείνον το έμορφο κι απόκοσμο τόπο, πήγανε και στήσανε το δεύτερο σπιτικό τους, ο Βασίλης κι η Μαρία. Δυό υπέροχοι, μεστωμένοι κι αγαπημένοι άνθρωποι, που 'χανε την διάθεση, την υπομονή και την δύναμη, να δαμάσουνε τις επιθυμιές για τις απολαβές της πόλης κι ήρθανε και σε ετούτο εδώ το σημείο και παντρέψανε την ομορφιά της ορεινής Φωκίδας, με την ευχαρίστηση ματιών, στομαχιού και καρδιάς, όλων των ανθρώπων που ξαποστέσανε στο στασίδι τους.Σουρούπωνε στην Ρούμελη. Τέλευε ο Γενάρης και τα πολλά τα χιόνια τα πεσμένα μετά απ' τα Θεοφάνεια, είχαν' αρχίσει λιώνοντας, ν' αφήνουν ξέσκεπα τα έλατα και τις πλαγιές σ' ετούτην εδώ την γεμάτην ιστορία, θρύλους και σκληρή ζωή, βορεινή πλευρά της Φωκίδας.
Σ' έναν λαιμό που από 'κεί, απ' τις Βρύζες, θα μπορούσε κάποιος εκείνα τα γεμάτα ανασφάλεια χρόνια, να διαφεντεύει το πέρασμα, που απ'την αρχή της κοιλάδας του Κηφισού και την Καλοσκοπή στα ανατολικά, οδηγεί στην αρχή της χαράδρας, στις πηγές του Μόρνου και στο Λιδωρίκι στα δυτικά.
Κι όλα αυτά, κάτω απ' την σκιά της Οίτης, αυτό το ήμερο κι αγιασμένο βουνό, που ακριβώς από πάνω απ' τις Βρύζες, στον χώρο που σήμερα λέμε Πυρά, δέχτηκε στα σωθικά του τον αλαφιασμένον απ' τον πόνο του καψίματος παππού μας, τον Ηρακλή.
Σουρούπωνε. Το τζάκι έκαιγε κι ο χώρος ήτανε ζεστός, όταν σταματήσαμε για έναν καφέ και για μια καλησπέρα στον Βασίλη. Κι ήταν η ώρα τέτοια που άδειαζε ο χώρος απ' τους περαστικούς, αυτούς που επιστρέφανε απ' τον Αθανάσιο Διάκο, την Μουσουνίτσα, το Μαυρολιθάρι, την Στρώμη και τον Πανουργιά, μιας κι αύριο ξημέρωνε Δευτέρα κι όλοι θα τρέχανε για τις υποχρεώσεις τους στις πόλεις τους.
Μόνο μια μεγάλη παρέα από νιάτα, ξενικιά απ' τον τόπο, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από 'κει. Ένα σμάρι δροσιάς και ξενοιασιάς, πούχε τόσα πολλά να 'πεί, να γευτεί και να νοιώσει μέσα σε ετούτο εδώ το εργαστήρι χειμωνιάτικων κι ανθρώπινων αισθημάτων.
Μας φίλεψαν και γλυκό ο Βασίλης και η Μαρία, μετά απ' τον καφέ. Γλυκό με παγωτό μαζί. Κι απ' έξω, μαζί με το φώς, λιγόστευε κι η λίγη ζέστα της μέρας κι η παγωνιά άρχισε να μοιράζεται ισόμορφα στον αέρα, μαζί με το σκοτάδι. Όσο όμως κι αν το θέλαμε, θα 'πρεπε να φύγουμε κι εμείς.
Σάματι είναι μακριά οι Βρύζες; Μια δρασκελιά δρόμος. Κι άμα αγαπάς το βουνό και την Φωκίδα, έρχεσαι, ας είναι και δυό δρασκελιές. Αξίζει!..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου