Σαν σήμερα
"Της άρεσε και το λαχταρούσε. Πεθυμούσε τα τελευταία χρόνια να τσικνίζει κι αυτή, με σουβλάκια καλαμάκια, το βράδυ της Τσικνοπέμπτης. Της άρεσε γιατί της φαινότανε ότι το γλένταγε κι αυτή λίγο, ότι τόριχνε για μια μέρα έξω και ότι έστω για ένα βράδυ ξέχναγε την κλεισούρα, τα "μη εκείνο και μη τ' άλλο" και τα φάρμακα. Της άρεσε το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, να τρώει σουβλάκια καλαμάκια.
Την είχε καλομάθει ο γέροντας και κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, ειδικά όταν τους βοηθάγανε τα νειάτα τους,
γυρνούσαν στα μαγαζιά του χωριού μας, τρώγοντας, πίνοντας, χορεύοντας και διασκεδάζοντας. Το ζούσαν. Παρέα οικογενειακή με τους φίλους τους, τον Νικηφόρο, τον Τάσο, τον Πανάγο και τον Μίζα, βρισκόντουσαν πότε στον Παπαγιανόπουλο στο Ξεροπήγαδο, πότε στο Ακρογιάλι στην παραλία και πότε στον Σακαλή στον συνοικισμό. Αλλά η βάση τους κι εκεί φρόντιζαν νάναι το βράδυ σαν της σημερινής μέρας, ήταν ο Μούκας.
Μα τα χρόνια περάσανε και τα έξω γλέντια όλο και λιγοστεύανε, μέχρι που σταματήσανε τελείως. Η απώλεια και το βάρος των χρόνων επάνω στο κορμί της, ήρθαν κι έχτισαν σαν κάστρο τριγύρω της, τα τέσσερα τοίχια του σπιτιού, αφήνοντας μονάχα τις αναμνήσεις να την διασκεδάζουν και καμμιά φορά τα "κλαπατσίμπανα" όπως τα έλεγε, εκείνες τις εκπομές με τραγούδια στην τηλεόραση.
Το έθιμο όμως, δεν το ξέχναγε. Κι ήθελε το βράδυ αυτής της μέρας, να το τσικνίζει, ίσα που να νοιώθει ότι μπορεί ακόμα να το ζεί. Λες και δεν έτρωγε άλλες βραδιές σουβλάκια. Αλλά όμως, μούδινε την εντύπωση ότι αυτό, το περίμενε σαν εξαίρεση, σαν ξεχωριστή διαδικασία.
Κι εγώ της έκανα το χατήρι. Πήγαινα κι έφερνα καλαμάκια με πατάτες, της έστιβα και μπόλικο λεμόνι από πάνω που της άρεσε, της μισογέμιζα κι ένα ποτήρι με κρασί κι ευχαριστιόμουνα να την ακούω να μου λέει, δήθεν έκπληκτη : "σα να μούβαλες πολύ κρασί και δεν κάνει!...".
Της άρεσε..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου