Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

ΣΤΟΝ ΣΑΛΩΝΑ, ΣΤΟΝ ΜΠΑΛΙΟ.

Εσωτερικές εντριβές

 
  "Έκανε πολύ κρύο. Ψωφόκρυο. Και μέσα στον Σάλωνα φύσαγε εκείνος ο παγωμένος παλαβοαέρας, που δεν ήξερες από που ερχότανε.  Βορριάς ήτανε, αλλά τον έφερνε πότε απ' την Γκιώνα, πότε απ' το κάστρο και πότε από Σκίτσα μεριά.  Είχα φτάσει στην κάτω πλατεία και μπας και ήμουνα ο μοναδικός με τα πόδια μέσα στο χώρο της.  Μόνο τίποτα αυτοκίνητα περνάγανε τριγυρνώντας την, ενώ άμα δοκίμαζες να περάσεις τον δρόμο που κατεβαίνει απ' την Εφορία, ήτανε σα νάθελες να δοκιμάσεις τις αντοχές της μύτης και των αυτιών σου.  Γιατί τα χέρια, δεν τόλμαες να τα βγάλεις απ' τις τσέπες.
  Είχα κάνα μισάωρο χρόνο μέχρι να φύγω.  Κι αντί ν' ανηφορίσω κατά την πάνω πλατεία για να 'πώ μια καλημέρα στον Μίμη, έκανα έτσι και μπήκα μέσα στο καφενείο του Μπάλιου.  Τι καφενείο δηλαδή, εκεί είναι στάση για διψασμένους και τσιπουράδικο για πεινασμένους και σεκλετισμένους.

  Έσπρωξα την γυαλινόπορτα να μπώ μέσα κι η ζέστα πού'νοιωσα ν' ακουμπάει στα μάγουλά μου, μ' έκανε να σκεφτώ ότι καλά έκανα.  Κείνη την ώρα πού'μπαινα, ακουγότανε η φωνή του Ρεπάνη απ' τα μεγαφωνάκια του μαγαζιού, που τραγουδούσε "στα σκαλοπάτια μου ακούω τα βήματά της...", ενώ η μεσημεριάτικη καλημέρα μου, έκανε τις δυό παρέες που ήσανε μέσα, να κυττάξουνε κατά την μεριά μου.
  Βολεύτηκα σ' ένα τραπέζι κοντά στην τζαμαρία, κάνοντας νόημα στον Μπάλιο για ένα τσίπουρο.  Κι ενώ χάζευα τον δρόμο και την έρημη πλατεία, ο μαγαζάτορας μούφερε το τσίπουρο με μεζέ ελιές και παστό σκουμπρί.  Ήπια βιαστικά μια μεγάλη γουλιά από 'κείνο το φλογοβόλο υγρό και τηρώντας τον Μπάλιο που καθόταν όρθιος από πάνω μου, τον ρώτησα : 
- Καλά, τέτοια μέρα, μεσημεριάτικα κι εσύ έβαλες σκουμπρί για μεζέ στο τσίπουρο;...
Το περίμενε, γι' αυτό και δεν έφευγε.
-  Βγαίνει σε λίγο πατσαδάκι κοκκινιστό, μου είπε.  Με το δεύτερο, θα σου φέρω.
  Τράβηξα άλλη μια μεγάλη γουλιά τσίπουρο και μπορώ να 'πώ, ότι το παστό ήρθε κι έδεσε μαζί του στο λαρύγγι μου.  Στάνιαρα.
Μούφερε και δεύτερο μικρό καραφάκι.  Ήτανε κερασμένο από τον Στάθη τον Σερνικακιώτη μου είπε, που μαζί με την γυναίκα του, περιμένανε κι αυτοί να ζεσταθούνε πίνοντας, στο διπλανό τραπέζι.
Ο Ρεπάνης είχε τελειώσει και τώρα ακουγόταν η Ρίτα, να τραγουδάει για ένα ηλιοβασίλεμα.
-  Άμα κάτσεις κι άλλο, να κεράσω εγώ το τρίτο, μου είπε ο Μπάλιος. Που να πας με τέτοιο κρύο!...
Σα νάχε δίκιο.  Αλλά μετά; Πως πάνε σπίτι;..."


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου