Δυό βήματα απ'την θάλασσα
"Μεσημέριαζε. Είχα κινήσει κατά την παραλία, παίρνοντας με τα πόδια την Ηρώων, για να καμαρώσω όπως το κάνω και κάθε μέρα, την θάλασσα, την θάλασσά μου, την θάλασσα του χωριού μου. Να πάω να σταθώ έστω κι για δευτερόλεφτα στο πλακόστρωτο, τηρώντας κατά τον νότο, απλώνοντας την ματιά μου από πάνω της, ανάμεσα απ' τον Μακρανικόλα και την Ανδρομάχη, ίσαμε όπου φτάνει, μέχρι τον Μωριά. Μ' αρέσει αυτή η εικόνα, την αποζητώ όπου και νάμαι και με ζει χρόνια τώρα, είτε την έχω στα μάτια μου, είτε στο μυαλό μου.
Φτάνοντας στην γωνία με την Καποδιστρίου, πέφτω απάνω στον Νίκο, τον συμμαθητή μου. Φορούσε εκείνο το τεράστιο κοντοβράκι που'μοιαζε με φουστανέλα κι από πάνω μια φανέλλα σα στιχάρι παπά, που έφτανε για πανω-κατωσέντονο για δυό μικρά δίδυμα.
- Καλημέρα, τι κάνεις; τον ρώτησα
- Να, ήρθα μωρέ, ξεκίνησε να μου λέει μ' εκείνη την χαρακτηριστική ψιλή φωνή του, που νομίζεις ότι ξεκινάει απ' την κοιλιά του κι αφού περάσει απ' την μύτη του, καταλήγει στο λαρύγγι του. Ήρθα να πάρω λίγο γιαούρτι απ' τον Θεοχάρη, εδώ στο μαγαζί. Δυό μεγάλες τσανάκες, έτσι για νάχω για το βράδυ, μετά απ' το φαγητό...
Τον κύτταξα, τον ματακύτταξα, αλλά μάλλον μίλαγε σοβαρά.
- Φτιάχνει μωρέ πολύ καλή φέτα ο Θεοχάρης απ' τα πρόβατά του στα Πέντε Όρια και θα πάρω κι ένα κομμάτι 4-5 κιλά, χωρίς λιπαρά όμως....
Έμεινα!... Κάτι ψιλά που κράταγα, μαζί μ' ένα χαρτάκι για ένα φάρμακο που θάπερνα απ' το φαρμακείο παρακάτω, μου φύγανε απ' τα χέρια!...
- Τι λές μωρέ! του φώναξα, πάνω στο πεζοδρόμιο. Προσέχεις τα λιπαρά στο τυρί, μετά απ' τα λουκάνικα και τα σαχανάκια με τα καθημερινά τσίπουρα;...
Και τότε έσκασε μύτη με το αυτοκίνητό του, εκείνο το παλιόπαιδο ο Χρηστάκος, παιδί του συγχωρεμένου του φίλου μας του Τάκη. Άνοιξε την πόρτα του, μισοβγήκε απ' το αμάξι και "τσακ", μας έβγαλε μια φωτογραφία.
- Άμα φωνάξετε και τον Τάκη τον φαρμακοποιό από κάτω, τότε οι τρείς σας, θα φτάνετε τον μισό τόνο!... είπε κι έκανε "μπράφ" με τ' αυτοκίνητο.
Δεν πρόλαβα ούτε να του απαντήσω...
- Άστο μωρέ, παιδί είναι, μου είπε ο Νίκος. Και ξέρω ότι το αγαπάς, γι' αυτό και δεν του κακόχεις. Κι εκείνο σ' αγαπάει, όπως κι εμένα.
Ήμουνα έτοιμος να τον περιλάβω, αλλά με πρόλαβε :
- Σύρε από κάτω, στην Πολωνέζα, πιάσε ίσκιο, παράγγειλε δυο τσίπουρα μέχρι να πάρω το τυρί και το γιαούρτι κι έφτασα.
Είπε και μπήκε μέσα στο τυράδικο. Τι να του ειπώ... Νίκος είναι αυτός.
Μάζεψα τα πεσμένα ψιλά και το χαρτί με το φάρμακο από κάτω και τράβηξα για το φαρμακείο. Ή μήπως έπρεπε να πάω πρώτα απ' την Πολωνέζα;
Αλλά η θάλασσα όμως, με περίμενε.
Ιτέα 25 Σεπτεμβρίου 2019"
Με συγκίνησες ρε Μίμη με τον ποιητικό λόγο και την φωτογραφία σας. Να είστε πάντα καλά και συ να εμπνέεσαι από το χωριό μας για να εξακολουθήσεις να γράφεις αυθεντικά. Ο παλιόφιλος σας με αγάπη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΓΩ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ ΠΩΣ ΜΑΖΕΥΤΗΚΑΤΕ ΤΟΣΑ..ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΑΞΗ !!!! ΤΙ ΤΡΑΒΑΓΕ Ο ΣΥΓΧΩΡΕΜΕΝΟΣ Ο ΚΑΨΑΛΗΣ ΑΠΟ ΣΑΣ !!!! ΧΑ ΧΑ ΧΑ !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΙΛΙΚΡΙΝΑ ΣΑΣ ΖΗΛΕΥΩ ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΣΤΕ ΟΙ ΠΙΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΣΥΜΜΑΘΗΤΕΣ !!!!
Τελικά μείνατε στα δύο ή σε κάποιο πολαπλάσιο του δύο?
ΑπάντησηΔιαγραφή