Παλαιό σπίτι στην Αρτοτίνα
Με νοσταλγία
της
Νεφέλης Αθανίτη
Kάθε
φόρα που φτάνουμε στο χωριό νομίζω δύο
πράγματα θέλουμε όλοι. Πρώτον να
ακούσουμε την ησυχία του βουνού (αν και
η ησυχία δεν ακούγεται) και δεύτερον
να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα, με την
χαρακτηριστική μυρωδιά του ελάτου.
Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά του βουνού
αδιαμφισβήτητα λείπουν από κάθε πόλη,
είτε μικρή είτε μεγάλη από κάθε αστικό
κέντρο είτε πρωτεύουσα είτε κωμόπολη
και έχουμε μάθει να ζούμε χωρίς ησυχία
και χωρίς καθαρό αέρα ενώ συνεχώς τα
αναζητάμε.
Πως όμως εξηγείται ότι οι παππούδες μας που γεννήθηκαν σε χωρία τα οποία έσφυζαν από ζωή, με κάπως λιγότερη ησυχία τότε αλλά μπόλικο καθαρό αέρα τώρα να ζουν μακριά από αυτά; Με μια σύντομη ματιά στο παρελθόν το ερώτημα γίνεται ρητορικό.
Κατά την μεταπολεμική περίοδο η Ελλάδα υπέστη τεράστιες πληθυσμιακές μεταβολές αφού η οικονομική κατάσταση στην περιφέρεια ήταν με αισθητή διαφορά χειρότερη από τα μέχρι τότε αστικά κέντρα. Οι άνθρωποι όλων των ηλικιών προτιμούσαν να αφήσουν τον τόπο γέννησής τους, στην επαρχία και να προσπαθήσουν να δοκιμάσουν τις αντοχές τους, προσαρμόζοντας την ζωή τους σε μια μεγαλούπολη που ήταν πόλος έλξης με σαφώς περισσότερες ευκαιρίες εργασίας και κυρίως δυνατότητα εργασίας για όλους.
Πως όμως εξηγείται ότι οι παππούδες μας που γεννήθηκαν σε χωρία τα οποία έσφυζαν από ζωή, με κάπως λιγότερη ησυχία τότε αλλά μπόλικο καθαρό αέρα τώρα να ζουν μακριά από αυτά; Με μια σύντομη ματιά στο παρελθόν το ερώτημα γίνεται ρητορικό.
Κατά την μεταπολεμική περίοδο η Ελλάδα υπέστη τεράστιες πληθυσμιακές μεταβολές αφού η οικονομική κατάσταση στην περιφέρεια ήταν με αισθητή διαφορά χειρότερη από τα μέχρι τότε αστικά κέντρα. Οι άνθρωποι όλων των ηλικιών προτιμούσαν να αφήσουν τον τόπο γέννησής τους, στην επαρχία και να προσπαθήσουν να δοκιμάσουν τις αντοχές τους, προσαρμόζοντας την ζωή τους σε μια μεγαλούπολη που ήταν πόλος έλξης με σαφώς περισσότερες ευκαιρίες εργασίας και κυρίως δυνατότητα εργασίας για όλους.
Κάτι
τέτοιο υλοποιήθηκε με επιτυχία αφού
όσο αυξανόταν ο αριθμός των πόλεων τόσο
δημιουργούταν η ανάγκη για νέα εργατικά
χέρια. Αλλά ήταν στα αλήθεια επιτυχία;
Με το πέρασμα του χρόνου και ενώ οι δεκαετίες περνούσαν τα άτομα που μεγάλωσαν και τα περισσότερα από αυτά γεννήθηκαν σε μικρά παραδοσιακά χωρία της επαρχίας αποκτούσαν όλο και πιο μακρινούς δεσμούς με την γενέτειρά τους. Συνολικά, από το 1920 έως το 2000 το ποσοστό του αστικού πληθυσμού αυξήθηκε από 23% σε 73% ενώ το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού μειώθηκε από 62% σε 27%.
Το ερώτημα τίθεται στην σημερινή κατάσταση. Τα περισσότερα χωριά της χώρας (όπως και η Αρτοτίνα μας) διαθέτουν στην «πλάτη τους» μια μακρά ιστορία, κάποιες φορές ένδοξη, σπουδαία, λυπητερή, ιστορίες περηφάνιας ή και πικρίας που έζησαν οι παππούδες μας ή και οι ακόμα παλαιότερες γενναίες αναλόγως το μέρος, γιατί από ιστορία άλλο τίποτα αυτή η χώρα…
Το μόνο που περηφανευόμαστε πλέον είναι η ιστορία των χωρίων μας υπό το πρίσμα της παράδοσης, με την παράδοση να αποτελεί ένα πνευματικό και ανθρώπινο σύνδεσμο μέσα στην ιστορική διάρκεια και μέσα στο παρόν, που σε τελευταία ανάλυση μια κοινή παράδοση διαμορφώνει μια ομαδική συνείδηση, και αυτή η κοινή συνείδηση δίνει αυτή την γοητευτική πνοή στα χωρία. Έχουμε όλοι οι απόγονοι αυτών των μικρών οικισμών ένα κοινό χαρακτηριστικό, ένα κοινό παρονομαστή που είναι η αγάπη και η νοσταλγία μας για το χωρίο μας, το όποιο κανείς βαθιά μέσα του δεν το αγαπάει ούτε για τη γραφικότητά του ούτε για την ομορφιά του αλλά για τα συναισθήματα που προκαλούνται στον καθένα όταν βρίσκεται στο χωρίο, για αυτή την ξεγνοιασιά.
Και για να είμαστε ειλικρινείς, οι άνθρωποι κάνουν το μέρος και όχι το μέρους τους ανθρώπους.
Με το πέρασμα του χρόνου και ενώ οι δεκαετίες περνούσαν τα άτομα που μεγάλωσαν και τα περισσότερα από αυτά γεννήθηκαν σε μικρά παραδοσιακά χωρία της επαρχίας αποκτούσαν όλο και πιο μακρινούς δεσμούς με την γενέτειρά τους. Συνολικά, από το 1920 έως το 2000 το ποσοστό του αστικού πληθυσμού αυξήθηκε από 23% σε 73% ενώ το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού μειώθηκε από 62% σε 27%.
Το ερώτημα τίθεται στην σημερινή κατάσταση. Τα περισσότερα χωριά της χώρας (όπως και η Αρτοτίνα μας) διαθέτουν στην «πλάτη τους» μια μακρά ιστορία, κάποιες φορές ένδοξη, σπουδαία, λυπητερή, ιστορίες περηφάνιας ή και πικρίας που έζησαν οι παππούδες μας ή και οι ακόμα παλαιότερες γενναίες αναλόγως το μέρος, γιατί από ιστορία άλλο τίποτα αυτή η χώρα…
Το μόνο που περηφανευόμαστε πλέον είναι η ιστορία των χωρίων μας υπό το πρίσμα της παράδοσης, με την παράδοση να αποτελεί ένα πνευματικό και ανθρώπινο σύνδεσμο μέσα στην ιστορική διάρκεια και μέσα στο παρόν, που σε τελευταία ανάλυση μια κοινή παράδοση διαμορφώνει μια ομαδική συνείδηση, και αυτή η κοινή συνείδηση δίνει αυτή την γοητευτική πνοή στα χωρία. Έχουμε όλοι οι απόγονοι αυτών των μικρών οικισμών ένα κοινό χαρακτηριστικό, ένα κοινό παρονομαστή που είναι η αγάπη και η νοσταλγία μας για το χωρίο μας, το όποιο κανείς βαθιά μέσα του δεν το αγαπάει ούτε για τη γραφικότητά του ούτε για την ομορφιά του αλλά για τα συναισθήματα που προκαλούνται στον καθένα όταν βρίσκεται στο χωρίο, για αυτή την ξεγνοιασιά.
Και για να είμαστε ειλικρινείς, οι άνθρωποι κάνουν το μέρος και όχι το μέρους τους ανθρώπους.
Πηγή:
Εφημερίδα ΑΡΤΟΤΙΝΑ ΑΦ 136 Οκτώβριος -
Νοέμβριος - Δεκέμβριος 2018
Αναδημοσίευση από : orinidorida.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου