Σάββατο 16 Μαρτίου 2019

"ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΑ" : εξαιρετικό, μικρό διήγημα της Μαρίας



Η μάνα έφτιαξε τα κόλλυβα. Ζύμωσε και τα παξιμάδια, να φάνε οι ψυχές να μην πεινάνε μνήμη. Το εξέταζε πολύ γιατί κάθε που αργούσε να τους δώσει, ερχόντουσαν, λέει, στον ύπνο της και ζήταγαν ψωμί. Τ’ άλλο πρωί ανάστατη μονολογούσε
(πηγή : fractalart.gr) 
«Γυρεύανε απόψε πάλι».
Έκοψε από τα παλιά τετράδια ένα χαρτί. Έκανε το σταυρό ψηλά κι άρχιζε η παρέλαση των ονομάτων, με σεβαστή σειρά. Μ’ έβαλε να γράψω τους γονιούς. Πρώτα τους άνδρες.
«Αϊ κι η ξαδέρφη και η θειά που δεν τους μελετάει κανένας», είπε. «Δεν πήγανε ποτέ οι αχαΐρευτοι ν’ ανάψουνε καντήλι, μήτε τρισάγιο έκαμαν. Βάλε και την Ασήμω και τον Γιάννη. Τον μπάρμπα Θόδωρο μπροστά. Διάβασ’ τα πάλι να τ’ ακούσω».
Γέμισε το μικρό πανέρι με τ’ αφράτα παξιμάδια. Το σκέπασε με το λευκό σεμέν, τα πήγε ο πατέρας μέχρι το κοιμητήριο κι εκείνη, τα στοίχισε πλάι στο σωρό. Άσπρισε το τσιμέντο στο μικρό ξωκλήσι της Κεριάς. Στο χάλκινο δοχείο με την άμμο μέσα, κεράκια μπήγονταν και αμέσως, πριν να προλάβει η φλόγα να σταθεί, τα άρπαζε γοργά η εκκλησάρισσα κι άναβε τα καινούργια. Πού να τελειώσουν! Πολλές ψυχές. Έδωσε το χαρτί στον παπά- Σπύρο παρέα με το κέρμα. Δίχως αυτό ούτε ψαλμός μήτε και προσκλητήριο.
Όλα τα σπίτια ήταν στην Κεριά το Ψυχοσάββατο. Ψίθυροι, πηγαδάκια, σχόλια. Για τον παπά, για τα ψυχούδια, για τις απουσίες. Σιγά κι αθόρυβα γέμισε ο περίβολος με πρόσωπα απ’ τα παραχωριά. Ήξεραν τέτοιες ώρες πως θα καταφθάσουν για να χορτάσουνε ψωμί και στάρι. Δίσεκτα χρόνια κείνα και η ανέχεια θέριζε. Άλλοι χόρταιναν εκειδά, άλλοι τα παίρνανε στα σπίτια, κόβοντας απ’ το μονοπάτι στο βουνό μέχρι τον τόπο τους.
Ο Μάνθος της Γιωργούς απ’ τη Ραχούλα, θεριό ως εκεί πάνω, περίμενε στην άκρη να τελειώσουν οι ψαλμοί. Ν’ αρχίσει το συχώριο. Τα μάτια του γεμίσανε ψυχούδια νόστιμα και το σιτάρι να μοσκοβολάει ρόδι, καρύδια, αμύγδαλα και ζάχαρη πού ‘χε αποστάξει όλη της τη γλύκα.
Σαν άρχισε η μοιρασιά, το καραβάνι πέρναγε και γέμιζαν τα χέρια. Άκουγες έναν ήχο χαμηλό που άπλωνε σαν θυμιατό στα μνήματα.
«Θεός σχωρέσ’ τους, ας είναι συχωρεμένοι, θεός σχωρέσ’ τους».
Κοιτούσανε την άσπρη πολιτεία των μαρμάρων, με την πατίνα του καιρού στα μπρούτζινα καντήλια και τις φωτογραφίες που έγνεφαν σιωπή. Κουνούσαν τα κεφάλια πέρα δώθε στο γιατί κάθε παράκαιρου χαμού. Τα μάτια βούρκωναν. Αλλού ερμήνευαν συγκαταβατικά.
«Πλήρως ο κύκλος, καλά πήγε».
Ο Μάνθος έτρωγε ψωμί και στάρι λαίμαργα και χόρταινε την άδεια του κοιλιά που ήταν και φαρδιά, πώς να γεμίσει η έρμη; Έτρωγε και χάιδευε απ’ ανάμεσα την ευχαριστημένη του μπροστούρα. Παραγέμισε τις τσέπες και γύρισε να συγχωρέσει πάλι, μπουκώνοντας με στάρι ασταμάτητα. Ύστερα ήπιε με τη χούφτα το νερό από τη βρύση που έτρεχε δίπλα στο κυπαρίσσι. Καθώς σηκώθηκε ένιωσε πως θα σκάσει. Προσπάθησε να λύσει το σκοινί που είχε για ζωστήρα. Τίποτα. Έσφιγγε το σκοινί, ο κόμπος δεν λυνόταν κι εκείνος άρχισε απεγνωσμένα να παλεύει να το κόψει δίχως αποτέλεσμα.
«Βοηθάτε βρε παιδιά, θα σκάσω» ψέλλισε, κόκκινος κόκκινος από την δυσφορία και το φόβο.
«Ένα σουγιά» φώναξε η Καλλιόπη του Πασά. Γυναίκες βλέπεις ήτανε πολλές, μα άντρες σπάνια ερχόντουσαν σ’ αυτές τις λειτουργίες. Η μια στην άλλη φώναζαν, έγινε σαματάς.
«Ο άνθρωπος μωρέ θα σκάσει. Φέρτε ένα σουγιά ή έστω έναν χαλό, ένα κλαδευτήρι. Τίποτα δεν λάζει;»
Άφριζε ο Μάνθος. Γύρισαν τα μάτια του, ο ιδρώτας έτρεχε κόμπους χοντρούς στο ξαναμμένο πρόσωπο. Η ανάσα του βαριά. Το βλέμμα του απελπισμένο έψαχνε το πλήθος που είχε πυκνώσει γύρω του.
«Κάμετε ορέ στην άκρη» ακούστηκε μια αντρική φωνή κι ο Μήτρος ο Φονιάς κατέβαινε απ’ τη μεγάλη είσοδο κραδαίνοντας έναν σουγιά με μαυρομάνικη λαβή.
Πήγε κοντά κι άρπαξε το σκοινί που’ χε χωθεί στις διπλωσιές απ’ την πρησμένη την κοιλιά του Μάνθου.
«Αγάντα, θα στο κόψω. Βόηθα, ρούφα λιγάκι την κοιλιά μη σε κλαδέψω», του είπε. Κατάφερε και το ‘κοψε τρίζοντας τις μασέλες απ’ την αγωνία μη δεν προλάβει και χαθεί ο άνθρωπος.
Τίναξε το σχοινί, άπλωσε το σφιγμένο κρέας του Μάνθου. Ανάσανε βαθιά κι ήρθε μεμιάς το χρώμα του. Του ρίξανε νερό, συνήρθε, ησύχασε κι ο γυναικόκοσμος. Άλλη σταυροκοπιότανε, άλλη λαλούσε «Δόξα σοι ο Θεός» κι άλλη ψιθύριζε. «Τι ήταν τούτο σήμερα; Καινούργιο σχώριο παρά τρίχα θα ζυμώναμε».
Ο Μάνθος ανακουφισμένος, κατάφερε πια να μιλήσει ύστερα απ’ το κακό που έπαθε. Κοιτάζοντας τον ουρανό, έλεγε και ξανάλεγε:
« Θεός σχωρέσ’ τον που ‘χε το σουγιά κι ανάθεμα το σχώριο».

Κεριά. Το Κοιμητήριο
Χαλός. Κοπτικό εργαλείο
Λάζει. Υπάρχει
  
* Η Μαρία Σκουρολιάκου είναι ποιήτρια. Γεννήθηκε στην Τιθορέα Φθιώτιδας. Εργάστηκε στην Εθνική τράπεζα. Μέλος του κύκλου ποιητών. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: «Αντίδωρο καρδιάς», «Δακτυλικά Αποτυπώματα», «Ακάθιστος Λόγος» και «Χρώμα Αύριο», για το οποίο τιμήθηκε το 2017 με το βραβείο «Μάρκου Αυγέρη». Το έργο της έχει κριθεί από διακεκριμένους κριτικούς λογοτεχνίας και έχει ανθολογηθεί σε πολλές έντυπες και διαδικτυακές ανθολογίες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου