Της
ημέρας
" Είχε
γιομίσει το μακρόστενο δωμάτιο με φώς,
απ’ τον μεσουρανι- σμένον πρωτοχρονιάτικον
ήλιο, πούμπαινε απ’ το πορτοπαράθυρο,
αυτό που τήραε κατά τον νότο. Είχανε
ανάψει το τζάκι οι νοικοκυραίοι του
σπιτιού στην άλλη γωνιά της κάμαρης και
ετούτο το μεσημέρι, το πρώτο μεσημέρι
του καινούργιου χρόνου, ήταν ζεστό και
φωτεινό σαν λαμπριάτικο κι ας ήμασταν
στην καρδιά του χειμώνα.
Έκατσα
κοντά στο τζάκι νοιώθοντας την πύρα στο
κορμί μου, ακούγωντας τους ήχους από
τις σκαντζιλήθρες που κάθε τόσο
πεταγόντουσαν και το σιγοβράσιμο που
κάνανε μέσα στο τζάκι τα αναμμένα
χοντρολιόκλαρα.
Μεσημέρι
πρωτοχρονιάς σήμερα και μ’ είχανε
καλέσει για φαγητό σ’ ένα σπίτι. Σ’ ένα
όμορφο σπίτι στη Ιτέα. Μούβαλε η νοικοκυρά
ένα κρασάκι με μεζέ δυο αχνιστές πατάτες,
απ’ το ταψί με το χοιρινό που μόλις
έβγαλε απ’ τον φούρνο. Μέχρι να ετοιμαστεί
το τραπέζι, μου είπε.
Κι όσο την έβλεπα
να γεμίζει το στολισμένο τραπέζι με
σαλάτες, τυριά, με γεμάτες πιατέλες και
με καράφες με κρασί, τόσο ένοιωθα ότι
σπίτι δεν είναι ένα κεραμίδι από πάνω
μας κι ένα πιάτο φαΐ κάθε μέρα στο
τραπέζι. Είναι πολύ περισσότερα πράγματα.
Κι είναι τυχεροί όσοι τα έχουν, αλλά
ευλογημένοι, όσοι το καταλαβαίνουν.
Είχε
φτάσει ίσαμε τα πόδια μου το φώς του
ήλιου, πάνω στα στρωσίδια μπροστά απ’
την παραστιά, όταν σηκώθηκα για να κάτσω
στο τραπέζι. Σηκώσαμε τα ποτήρια, τα
τσουγκρίσαμε κι ευχηθήκαμε στην υγειά
μας. Στην υγειά όλων μας. Κι όπως είπε
κι η νοικοκυρά, να μπορούμε να σμίγουμε
γύρω από αυτό το τραπέζι, μόνο για καλό
και με καλές ευχές.
Και
ποιός δεν θα τόθελε.
Καλή
χρονιά νάχουμε. Κι ανεμπόδιστα όνειρα. “
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου