Ιούλιος στην Ιτέα
Είχε έρθει από πίσω μου και δεν την είχα καταλάβει, εκεί όπου μ' άρεσε να κάθομαι και να βλέπω την θάλασσα, τον κυματοθραύστη της Μαρίνας και τον φάρο στον μεγάλο μώλο.
Είχε μεσημεριάσει κι εκείνη η θέση κάτω απ' το χαμηλόπευκο, που μούδινε όσον ίσκιο μπορούσε να κάμει με τ' αραιά του βελονόκλαρα,
ήταν το συνηθισμένο αποκούμπι για τα μάτια και τις σκέψεις μου, σ' ετούτον εδώ τον ευλογημένο τόπο της καταγωγής μου. Εδώ μ' άρεσε κι εδώ πολλές φορές ερχόμουν για να στριμώξω τα χρόνια και τους χτύπους της καρδιάς μου, μέσα στην πάνινη καρέκλα, 3-4 μέτρα μακριά απ' την θάλασσα, εδώ, στο τέλος της παραλιακής άπλας στην δυτική μεριά του λιμανιού.
Γύρισα προς τα πίσω και την είδα να στέκει σιμά μου, κυττάζοντάς με αλλά σα νάθελε να φύγει κι όλας, χαμογελώντας, σίγουρη πως θάλεγα ναί και πως δεν χρειαζόταν νάρθει μπροστά μου και να της 'πώ τι θέλω. Ήταν τ' αφεντικό στο "Λιμάνι", η Κατερίνα, που την ξέραμε όλοι με τ' όνομα Πολωνέζα.
Και το τσίπουρο με τον μεζέ που μου 'λεγε, δεν άργησε να φτάσει : μαυράμυδα στον αχνό, με σκορδάκι κι άνιθο!...
Ίσα που φύσαγε κι οι σκιές είχαν μικρύνει πολύ ετούτη την ώρα, αλλά το πλύσιμο τ' ουρανίσκου μ' εκείνο το γαλακτωμένο δάκρυ του σταφυλιού, βόηθαγε αφάνταστα το αχνοβρασμένο ακόκκαλο κορμί απ' το μαυράμυδο, να μου ψιθυρίζει στην καρδιά και στο μυαλό, ότι ήμουν ευτυχισμένος εκείνη δα την στιγμή. Ότι ήμουν τυχερός που βρισκόμουν εκεί, μεσημεράκι, κάτω απ' το χαμηλόπευκο, στην παραλία του χωριού μου.
- 'Ε;.. με ρώτησε, φέρνοντας το δεύτερο, χωρίς να τόχω παραγγείλει. Τι λές;...
Που να χωρέσει ετούτο εδώ το πράμα μωρέ, που άμα δεν έχεις χώρο μέσα στην καρδιά σου να το βάλεις, που άμα δεν το βλέπεις με τα μάτια της ψυχής σου, τότε έχασες όλα τα άλλα και σού 'μεινε μόνο η απόδειξη απ' την ταμειακή. Που άμα δεν σε ακουμπάει ετούτο εδώ το λίγο, θα πρέπει να αποζητάς μονάχα την συντροφιά του Super Market.
Τι σου είναι ο μεσημεριάτικος ήλιος του Ιουλίου καμμιά φορά..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου