''...Ήταν Δεκέμβρης. Ήταν μια μέρα βροχερή και κρύα και μόλις τώρα μαζεύτηκε απογευματιάτικα στο σπίτι της, μετά από μια δύσκολη και γεμάτην ευθύνες βόλτα στα μαγαζιά, στην Λέσχη και στο Γραφείο. Πέταξε από πάνω της τα φορεμένα εδώ και δυο ώρες ρούχα της κι έριξε στις πλάτες της ένα καφτάνι Roberto Cavalli, που ήταν πρόχειρα κρεμασμένο στον barock-rococo καλόγερο της κάμαράς της. Μισογέμισε με Dimple μια κούπα Kosta Boda και φορώντας τα Prada από δέρμα κροκόδειλου πασούμια της, πήγε κι έκατσε στην γωνιά της, στον δερμάτινο καπιτονέ μπορντώ καναπέ της.
Αισθάνθηκε λίγη ψύχρα κι έριξε πάνω της την ερμίνα που ήταν αφημένη στον καναπέ.
''Ευτυχώς, σκέφθηκε, που προλάβαμε κι έπεσε εχθές η πίσσα στον χωματόδρομο για την βίλλα. Γιατί αλλοιώς μ' αυτήν την βροχή, δεν θα ερχόταν ο εργολάβος''.
Αισθάνθηκε λίγη ψύχρα κι έριξε πάνω της την ερμίνα που ήταν αφημένη στον καναπέ.
''Ευτυχώς, σκέφθηκε, που προλάβαμε κι έπεσε εχθές η πίσσα στον χωματόδρομο για την βίλλα. Γιατί αλλοιώς μ' αυτήν την βροχή, δεν θα ερχόταν ο εργολάβος''.
Ήταν απόγευμα, μιας χειμωνιάτικης και κρύας μέρας κι η σιγανή βροχή, έπεφτε ασταμάτητα.
Άπλωσε τα μακρόστενα και ολόλευκα δάχτυλά της κι έπιασε ένα Dunhill από το πακέτο που βρισκόταν μαζί με τον Dupont, επάνω στο διπλανό κι από ξύλο τριανταφυλλιάς τραπεζάκι. Το έφερε στα χείλη της, το άναψε με τον ακριβό επίχρυσο αναπτήρα και μετά από μια βαθειά ρουφηξιά, έβγαλε όλον τον καπνό από μέσα της, κοιτάζοντας προς την μπαλκονόπορτα, προς τα έξω. Δοκίμασε να πιεί μια γουλιά από το ποτό της, αλλά το βλέμμα της, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την μπαλκονόπορτα.
Σηκώθηκε απ' τον καναπέ, πλησίασε στο τζάμι της πόρτας και συνέχισε να κοιτάζει προς τα έξω, προς την αυλή του σπιτιού της. Κάτι της είχε τραβήξει την προσοχή, κάτι της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση.
Θα έμεινε εκεί όρθια, κοιτώντας προς τα έξω, ένα με δυο λεπτά της ώρας. Ξαφνικά γυρίζει και πηγαίνοντας στον Loui XIV μπουφέ του σαλονιού της, πήρε το από όνυχα φτιαγμένο τηλέφωνό της κι άρχισε να σχηματίζει ένα αριθμό.
- Έλα Δημήτρη, καλησπέρα, είπε. Να σου πώ. Για αυτό που συζητούσαμε, έκανες τίποτα; ...Για εκείνο καλέ που λέγαμε, για το σήμα. ...Όχι; Α, Ωραία! Μην κάνεις τίποτα! Άκουσέ με. Μόλις τώρα, είδα ολόκληρη την Φωκίδα σε μόνο μια εικόνα! Λοιπόν, άκου :
Στην αυλή του σπιτιού μου, στον κήπο μου, έχω το πάνω μέρος από μια μαρμάρινη κολώνα. Ναι μωρέ, απ' αυτές τις αρχαίες. Όχι τίποτα σπουδαίο, κάνα μισό μέτρο ύψος. Στο πάνω μέρος της, έχει σχηματισθεί μια τρύπα, μια λακούβα κι η κολώνα απ' την μια μεριά της, ακουμπάει σε μια ελιά. Στην ρίζα δε της ελιάς, έχει φυτρώσει ένα μώβ κυκλάμινο. Τώρα λοιπόν που εδώ βρέχει, η τρύπα στο μάρμαρο, γέμισε με νερό και μια προβατίνα από τα λίγα ζωντανά του ιδιόρρυθμου γείτονα, πέρασε στην αυλή μου και έπινε νερό απ' την τρύπα. Ακριβώς δε από πίσω της, ήτανε ο μαντρότοιχος-σύνορο, ανάμεσα στις δύο αυλές. Κι όλα αυτά, μπροστά σε καπετανέϊκα σπίτια! Το μόνο που λείπει για να συμπληρωθεί η Φωκίδα είναι λίγο χιόνι, ή κανένα έλατο. Τι λές; ... Ωραία, Ωραία! Αύριο έχει 30 ο μήνας. Προλαβαίνουμε. Έλα το πρωΐ στο Γραφείο. Θα έχω υπογράψει για να το πάρεις και να τελειώνουμε και μ' αυτό. Συμπλήρωσε και τίποτε δικό σου, καμμιά γραμμή, καμμιά τρύπα, ξέρεις εσύ, για να είναι έτοιμο γρήγορα. Ναι, ναι, καλό βράδυ...
Γύρισε με αργά βήματα στον καναπέ. Έφερε την κούπα στο στόμα της και ήπιε αρκετές γουλιές απ' το ποτό της. Ο καπνός, ήταν βάλσαμο για αυτήν.
- Κουράστηκα είπε, κουράστηκα. Και πάτησε το τηλεκοντρόλ για να ανάψει η plasma B&O...''
Άπλωσε τα μακρόστενα και ολόλευκα δάχτυλά της κι έπιασε ένα Dunhill από το πακέτο που βρισκόταν μαζί με τον Dupont, επάνω στο διπλανό κι από ξύλο τριανταφυλλιάς τραπεζάκι. Το έφερε στα χείλη της, το άναψε με τον ακριβό επίχρυσο αναπτήρα και μετά από μια βαθειά ρουφηξιά, έβγαλε όλον τον καπνό από μέσα της, κοιτάζοντας προς την μπαλκονόπορτα, προς τα έξω. Δοκίμασε να πιεί μια γουλιά από το ποτό της, αλλά το βλέμμα της, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την μπαλκονόπορτα.
Σηκώθηκε απ' τον καναπέ, πλησίασε στο τζάμι της πόρτας και συνέχισε να κοιτάζει προς τα έξω, προς την αυλή του σπιτιού της. Κάτι της είχε τραβήξει την προσοχή, κάτι της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση.
Θα έμεινε εκεί όρθια, κοιτώντας προς τα έξω, ένα με δυο λεπτά της ώρας. Ξαφνικά γυρίζει και πηγαίνοντας στον Loui XIV μπουφέ του σαλονιού της, πήρε το από όνυχα φτιαγμένο τηλέφωνό της κι άρχισε να σχηματίζει ένα αριθμό.
- Έλα Δημήτρη, καλησπέρα, είπε. Να σου πώ. Για αυτό που συζητούσαμε, έκανες τίποτα; ...Για εκείνο καλέ που λέγαμε, για το σήμα. ...Όχι; Α, Ωραία! Μην κάνεις τίποτα! Άκουσέ με. Μόλις τώρα, είδα ολόκληρη την Φωκίδα σε μόνο μια εικόνα! Λοιπόν, άκου :
Στην αυλή του σπιτιού μου, στον κήπο μου, έχω το πάνω μέρος από μια μαρμάρινη κολώνα. Ναι μωρέ, απ' αυτές τις αρχαίες. Όχι τίποτα σπουδαίο, κάνα μισό μέτρο ύψος. Στο πάνω μέρος της, έχει σχηματισθεί μια τρύπα, μια λακούβα κι η κολώνα απ' την μια μεριά της, ακουμπάει σε μια ελιά. Στην ρίζα δε της ελιάς, έχει φυτρώσει ένα μώβ κυκλάμινο. Τώρα λοιπόν που εδώ βρέχει, η τρύπα στο μάρμαρο, γέμισε με νερό και μια προβατίνα από τα λίγα ζωντανά του ιδιόρρυθμου γείτονα, πέρασε στην αυλή μου και έπινε νερό απ' την τρύπα. Ακριβώς δε από πίσω της, ήτανε ο μαντρότοιχος-σύνορο, ανάμεσα στις δύο αυλές. Κι όλα αυτά, μπροστά σε καπετανέϊκα σπίτια! Το μόνο που λείπει για να συμπληρωθεί η Φωκίδα είναι λίγο χιόνι, ή κανένα έλατο. Τι λές; ... Ωραία, Ωραία! Αύριο έχει 30 ο μήνας. Προλαβαίνουμε. Έλα το πρωΐ στο Γραφείο. Θα έχω υπογράψει για να το πάρεις και να τελειώνουμε και μ' αυτό. Συμπλήρωσε και τίποτε δικό σου, καμμιά γραμμή, καμμιά τρύπα, ξέρεις εσύ, για να είναι έτοιμο γρήγορα. Ναι, ναι, καλό βράδυ...
Γύρισε με αργά βήματα στον καναπέ. Έφερε την κούπα στο στόμα της και ήπιε αρκετές γουλιές απ' το ποτό της. Ο καπνός, ήταν βάλσαμο για αυτήν.
- Κουράστηκα είπε, κουράστηκα. Και πάτησε το τηλεκοντρόλ για να ανάψει η plasma B&O...''
ZHΣΕ ΤΗΝ ΜΙΖΕΡΙΑ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΦΩΚΙΔΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν το λογότυπο της Ιτέας είναι μια τρύπα στο νερό, τότε η Μόνα Λίζα είναι μια στρουμπουλή γκόμενα με δυσκοιλιότητα...
ΑπάντησηΔιαγραφή