Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

ΠΕΡΙ ΠΟΤΙΣΜΑΤΟΣ & "ΠΟΤΙΣΜΑΤΟΣ" (γενικώς) : Λαογραφία - ευθυμογράφημα


Το πανηγύρ’ κι ο νεροφόρος


  Για τα ορεινά χωριά, που ήταν αποκομμένα από τα αστικά κέντρα ελλείψει δρόμων και συγκοινωνίας, το πανηγύρι ήταν παράδοση   και   πολιτισμός.   Μια   ολόκληρη   χρονιά περίμεναν   κάποιοι   «να   βγούν   στο   πανηγύρι».
―  Τι κάνεις εσύ Γιώργαινα; Χασίρεψες τις δουλειές κι ορμώθηκες για το πανηγύρι; 
―  Αχ, σε ποιο πανηγύρι να πάω εγώ; Ανήμερα θα πάρω το νερό για το γιούρτ’(ι).
―  Καλά κι αυτός ο Χριστιανός εσένα διάλεξε να δώσει το νερό να ποτίσεις αυτή τη μέρα; 
Σαν με φώναζε και μου το ’πε τσακωθήκαμε   για   τα   καλά!   Γίναμε   από   δυό   χωριά   πουλένε. Εκείνος όμως μουλάρωσε. Αύριο είναι η σειρά σ’ μ’ απάντησε. 
―   Καλά  Γιώργαινα, ο άντρας σου δεν του έβαλε τις φωνές; 
―  Τώρα μάλιστα, ο Γιώργος καλή μου, άμα γυρνάει απ’ τα γίδια ορμώνεται και φεύγει για το καφενείο. Όλα τ’ άλλα τάχω φορτωθεί εγώ κι  άμα του λέω τίποτα εκείνος αγριεύει και μ’απαντάει:
―   Είσαι νέα κι αντέχεις.   Εξάλλου μήπως σε φάγαν τα παιδιά; Αυτό αγαπητήμ’ Φώτω τόχει ψωμοτύρι. Τρία χρόνια μου λέει,   είμαστε   παντρεμένοι   και «παιδί» δε βλέπω. Κι αυτό Φώτω με πληγών’(ει)πολύ.
―  Και εσύ τι του απαντάς;
―  Τι να του πω Φώτω, άντρας μου είναι κι όπως ξέρεις είμαι ξένη στο χωριό.  Στο χωριό μου ήμουν η καλύτερη! Εδώ που με φέρανε, τα υπομένω  όλα.   Αλλά για να σου πω τη μαύρη αλήθεια, πότε τον  βλέπω,  για να κοιμηθούμε αντάμα...   Φώτω, βάσανα, βάσανα...   Τον παντρέψανε με μένα, μήπως και ξεκόψει από την αδερφή του   αγροφύλακα, αλλά αυτός, δε βαριέσαι, εκεί είναι ο νους του. 
Καλά κι εσύ Γιώργαινα, κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια; 
Τι να κάνω Φώτω; Να τον βάζω στο κρεβάτι με το ζόρι;   Άμα  φτάνει στο σπίτι, τρώει, ντύνεται  και φεύγει.   Άμα καμιά φορά   ανοίγω το στόμαμ’ (ου) να του πω, πως εμένα δεν με λογαριάζει σαν γυναίκα, νευριάζει και μου λέει: Εσύ το νού σου στο κεχρί τον έχεις... Εγώ έχω τόσες δουλειές και το δίνει στα πόδια... 
―   Τώρα ύστερα απ’ αυτά που μου είπες, δεν σε βλέπω αύριο στην εκκλησία. 
―   Τι να σου πω Φώτω κι εγώ μια τέτοια μέρα περιμένω να βγω σε κόσμο. Αλλά...
―   Μωρέ Ελευθερία, ας  τ’ αφήσουμε το Γιώργαινα, ξέρεις τι  σκέφτηκα; Να   φωνάξεις το νεροφόρο, ελεύθερο παλικάρι είναι και μπερμπάτης, καθώς ακούγεται και να τον γλυκο-κοιτάξεις... Να   τον  αφήσεις να περιμένει κάτι από εσένα.   Εκείνος θα μπει στο νόημα. Νέα είσαι, μια χαρά γυναίκα είσαι. Ο νεροφόρος θα τσιμπήσει άκου που σου λέω. 

Οι ώρες περνούσαν. Η Ελευθερία προσπαθούσε να τελειώσει τις  δουλειές του σπιτιού, ώστε την άλλη μέρα στο πανηγύρι, να μην τις βρει μπροστά της. Έβαλε το ψωμί στο φούρνο, έβαλε και μια γαλατόπιτα στη γάστρα για να ψηθούν.  Αύριο έπρεπε να υπάρχει   καλή ετοιμασία, όλο και κάποιος ξένος θα ’ρχόταν. Εκείνη την ώρα χτύπησε η ξώπορτα. 
―   Εμπρός, φώναξε από την κουζίνα, που ήταν ξαναμμένη με τις  φωτιές και πήγε ν’ανοίξει. Μπήκε ο νεροφόρος. 
―  Καλώστονε. Τι γίνεται Κωστάκη; Πώς τα πας με τα νερά; 
―   Δε βαριέσαι, κυρά Ελευθερία, όλο τσακωμούς έχω. Κάθε νοικοκυρά θέλει να ποτίσει, όποτε τη βολεύει... Μα είναι δυνατόν; 
―   Έλα Κωστάκη μου, εσύ άμα θέλεις βρίσκεις τρόπο να κάμεις και κάποια εξυπηρέτηση. 
―   Μα τι λες κυρά Ελευθερία...   Δεν  κάνω χατίρι σε κανέναν. Όπως έρχεται η αράδα του. Εκτός...
―   Τι   εκτός   ρώτησε   εκείνη   με   νάζι   και   τον κοίταξε επίμονα στα μάτια. Καλά Κωστάκη μου, σε μένα δε θα κάνεις ένα χατιράκι, να μου δώσεις το νερό μετά το πανηγύρι; 
―  Μα τι λες κυρά Ελευθερία; Είναι δυνατόν; 
―   Άκου Κωστάκη μου, θέλω να με λες Ελευθερία, σκέτη.   Άστο το  κυρία για άλλους και κάθισε δίπλα μου... 
Ο νεροφόρος, ένας παίδαρος, εικοσιπεντάρης περίπου, άρχισε να αναβοκοκκινίζει, ξεροκατάπινε και βρισκόταν σ’αμηχανία.  Η   Ελευθερία του την είχε δώσει, τον είχε φουντώσει. Το ψωμί σιγοψηνόταν στοφούρνο. Η πίτα κόντευε να ψηθεί. 
―   Δε μου λες, ο άντρας σου που είναι; Τόλμησε να ρωτήσει ο νεροφόρος. 
―  Ε, που θα είναι Κωστάκη μου; στα γίδια. 
―  Δεν πιστεύω να ’ρθει ξαφνικά; 
―   Αχ  παίδαρε, ο Γιώργος δεν έρχεται να κοιμηθεί μαζί μου τον   άλλο καιρό, απόψε θα’ρθει;...   Άντε σήκω πάμε μέσα, λέει εκείνη με λαχτάρα... 

Ο νεροφόρος την ακολούθησε στην κρεβατοκάμαρα.   Η   Ελευθερία  ξεντύθηκε γρήγορα - γρήγορα και ξάπλωσε. Ο νεροφόρος δεν άργησε να βρεθεί στην αγκαλιά της... Το παιχνίδι του κρεβατιού κάποτε τελείωσε... Η Ελευθερία ντύθηκε και έτρεξε στην κουζίνα να δει την πίτα.  Η πίτα όμως είχε γίνει σκρούμπος, κάρμαλο. Η πίτα κάηκε αλλά κι εγώ δεν πήγα πίσω... παντρεμένη γυναίκα... ο νεροφόρος κάθισε σε μια καρέκλα κι άναψε τσιγάρο. 
―   Κωστάκη μου να σου ψήσω ένα καφέ; Θέλεις γλυκό; 
―  Σαν κι αυτό που μού ’δωσες στο κρεβάτι; Απαντάει εκείνος γελαστά. 
―  Α, να χαθείς παλιόπαιδο, με πειράζεις κιόλας; Δε φτάνει που ’μαι... νιόπαντρη γυναίκα. 
―  Δε μου λες πότε θέλεις το νερό; 
―  Κωστάκη μου μετά το πανηγύρι όποτε θέλεις. 
―  Την Τρίτη το θέλεις; 
―  Ναι, ναι, απαντάει η Ελευθερία χαρούμενη...

Είχε νυχτώσει, ο νεροφόρος άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στα σοκάκ ια του χωριού. Η Ελευθερία αποτελείωσε τις δουλειές και  πήγενα πλαγιάσει. Έπρεπε να σηκωθεί πρωί να πάει στην εκκλησία. Θ’ άναβε ένα κερί στον Άγιο να της συγχωρέσει την αποψινή αμαρτία. Ο ύπνος όμως δεν έλεγε να την πάρει... Τα κήπια θα διψάσουν για   μια δυο μέρες...   Αλλά το δικό της «μπαξέ» φρόντισε και τον δρόσισε ο νεροφόρος. 

(εφημερίς Αρτοτίνα  φύλλο 116/2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου