Στα μέσα του Νοέμβρη
Κι εκείνο το μαντρωμένο ρυάκι που πέρναγε από κάτω απ' τ' αχαμνά του κέντρου, του αχιόνιστου ακόμα χωριού, ίσα που κράταγε λίγο νερό, φερμένο από πηγές κι υψώματα του Παρνασσού, αντέχοντας κι αυτό μαζί με τους μαγαζάτορες την μοναξιά του φθινοπώρου, προσμένοντας όμως το γιόμισμά του με το χειμωνιάτικο χιονόνερο και την ευλογημένη βροχή του ιερού βουνού.
Αγόριανη. Μέσιασε ο φετεινός Νοέμβρης κι ο ήλιος ετούτης εδώ της μέρας, λες κι ήτανε βαλμένος να φωτίσει και να ζεστάνει για τελευταία φορά φθινοπωριάτικα, το όμορφο χωριό της Φωκίδας. Κι όσο και να ζήλεψα ένα τσίπουρο έξω, στην άδεια από ψυχές πλατειούλα, τόσο η μεσημεριάτικη ψυχρούλα μούλεγε "κάτσε μέσα". Δεν άντεξα όμως και το τόλμησα. Και το τσίπουρο έφτασε γρήγορα, μαζί με την μάλλινη κουβέρτα, απ' αυτές που μοίραζε η καταστηματάρχισσα σε όσους ήθελαν μεν να κάτσουν έξω, αλλά αισθανόντουσαν και το κάτι ψυχρότερο να τριγυρνάει στον αέρα. Κάτι λίγο βέβαια, αλλά περόνιαζε...
- Κερνάω καλοριφέρ, ακούστηκε μια χαμογελαστή φωνή από μια όμορφη ξανθομάλλα κοπέλα, πού'ρθε κοντά και μας χαιρέτισε.
Ήταν γνωστή της παρέας μου και σε λίγο, μετά απ' το τσίπουρο, βρεθήκαμε στο σαλονάκι της επιχείρησής της, λίγα μέτρα δίπλα απ' την πλατεία. Ήταν η Ασημίνα, γέννημα-θρέμα της Αγόριανης, με οικογένεια και με οικογενειακή επιχείρηση. "Hotel Asimina" το 'λεγε κι ήταν ένας μικρός ζεστός, περιποιημένος και φροντισμένος ξενώνας.
Ήρθα και στάνιαρα. Ευπρόσδεκτο και το κέρασμα και μια ωρίτσα, ούτε το κατάλαβα πως πέρασε μέσα σ' εκείνον το ζεστό κι όμορφο χώρο.
- Θα κάτσετε για φαγητό; ρώτησε.
Κυτταχτήκαμε με την παρέα μου. Εγώ φαντάστηκα ότι θα έχει φτιάξει τίποτα κοκκινιστό με ζυμαρικό κι έβαλα τα γέλια.
- Γιατί γελάτε; ξαναρώτησε. Είπα τίποτα κακό;...
- Όχι κοπέλα μου, της είπα. Αλλά εάν κάτσουμε εδώ για φαγητό, το σούρουπο θα μας εύρη παραπανίσιους σε κιλά και με αραιωμένο πολύ, το αίμα!...
Και βάλαμε όλοι τα γέλια.
Αγόριανη. Είχε μεσιάση ο φετεινός Νοέμβρης και το ζηλευτό χωριό, πρόσμενε τον Χειμώνα."
Η Ασημίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου