Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ, ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. (αφήγηση)

  Ξενυχτώντας

  "Ματακύλησα. Έτσι ξαφνικά κι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Άρχισα μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας, να αισθάνομαι πράγματα από χρόνια ξεχασμένα, με την συνείδηση της καρδιάς μου νάχει σηκώσει μπαϊράκι, ενώ εγώ μέχρι πριν από μερικές ώρες πίστευα, ότι θάπρεπε νάχει πάψει από καιρού νάναι ζωντανή. 
Ματακύλησα. Θωρούσα μέχρι αυτό το βράδυ, ότι εκείνη η εποχή της νιότης, της ορμής και του ανέγγιχτου έρωτα, είχε ταφεί οριστικά μέσα μου, μαζί με τις τότε αμόλυντες κι ανίδρωτες ματιές,
μαζί με την αθωότητα και τους πόθους της νιότης μου, όταν βιαζόμουν τότε από έφηβος να γίνω γρήγορα παλικάρι. Να γίνω άντρας.
Ματακύλησα. Κι εκείνα, τα τόσο μακρινά από εκείνη την εποχή  ανέλεγχτα τσιμπήματα στην καρδιά, το απρόσμενο σφίξιμο στο στομάχι και το ασυναίσθητο τρεμούλιασμα στα χείλια, τα θωρούσα μέχρι πριν από λίγο, ότι δεν έχουν γυρισμό και θέση επάνω μου, μετά από τόσα χρόνια. 
Κι όμως.

  Δεν με κόλλαγε ύπνος. Θα ξημέρωνε Παρασκευή και η κάμαρα δεν με χώραγε. Βγήκα έξω και τράβηξα κατά τον μώλο. Ψυχή δεν κυκλοφο- ρούσε. Θάτανε 3 η ώρα και μόνο ο μαΐστρος προσπαθούσε να κάνει την θάλασσα να δρασκελίσει τον μώλο και να τον γεμίσει με αφρισμένο αρμυρό νερό. Μόνον εγώ υπήρχα εκεί κι οι λάμπες της παραλιακής, που απ’ την χειμωνιάτικη υγρασία, φαινόντουσαν σαν θολά  καντηλέρια, απλωμένα δυτικά, ανατολικά και τριγύρω απ’ το χριστουγεννιάτικο  συρματόδεντρο, το στημένο στην άκρη του μώλου.
Έφτασα στην άκρη. Δεν μπορούσα ν’ ανασάνω. Το πνίξιμο κι ο κόμπος στον λάρυγγα έκανε το στήθος μου ν’ ανεβοκατεβαίνει βιαστικά και δεν ήξερα αν ετούτο εδώ το πράμα γίνεται, απ’ τον γεμάτο φασαρία εκεί στην άκρη του μώλου αέρα, ή απ’ αυτό το σπαρτάρισμα της καρδιάς μου, που εδώ και κάμποση ώρα  μούφερε ολόκληρη την ζωή μου να περνάει εμπρός απ’ τα μάτια μου. Κι έλεγα ότι το ξεπέρασα μωρέ, ότι εδώ και χρόνια το έχω  ξεπεράσει...

Έκατσα στο τελευταίο παγκάκι του μώλου, τηρώντας κατά την μεριά του καθαρισμένου απ’ τον αγέρα, Νότου. Αισθανόμουν πιτσιλιές από νερό και δεν με ένοιαζε αν ήσαν από τα κύματα που αφρίζαν εμπρός μου, σπάζοντας επάνω στο κρηπίδωμα, ή αν ήσαν από την βροχή που ερχόταν.
- Τι έπαθα μωρέ, τι έπαθα... μονολόγησα.
Σταύρωσα τα χέρια μου πάνω απ’ το κεφάλι μου, τηρώντας μέσα στην μαυρίλα της νύχτας κατά τον Νότο, κατά εκεί, που ήξερα ότι ήταν το Δερβένι στο Μωριά.
- Τι έπαθα μωρέ χρονιάρες μέρες... Μέσα σ’ όλα που ζώ, να μου τύχει κι ετούτο;...

Ο μαΐστρος αλυχτούσε κι η βροχή δυνάμωνε. Ξημέρωνε Παρασκευή κι εγώ, να μην λέω ούτε να φύγω από εκεί, ούτε νάμαι σε θέση να καταλάβω το τι με βρήκε. Να μη μπορώ να καταλάβω αν ήταν αυτό  το ποθούμενο από 'μένα μια ζωή, αν ήταν αυτό το πρώτο, το από πάντα και για πάντα αγαπημένο μου σκίρτημα και αν ήταν αυτό που με συνάντησε, εκείνο που επρόσμενα μετά από χρονών ευχές κι αναμονή.
Και πόναγα μωρέ.  Δεν κρύωνα, μηδέ βρεχόμουνα, μόνο που πόναγα μέσα μου, πολύ...
- Και τώρα, τι κάνουμε τώρα; μονολόγησα... "

(απόσπασμα από τις “Ανήμπορες ημέρες”)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου