(φωτό 7-8-2017 Σωτήρης Κακανάς)
“ Δεν
θάσανε πολλοί. Ίσαμε 4 χιλιάδες νοματαίοι,
απλωμένοι απ’ τα ΚΤΕΛ ως την Απόλαυση.
Κι αν βάλουμε κι αυτούς που είχανε
μαζευτεί απ’ το Ναυσικά, την Αρμυρόβρυση,
τα παραλιακά μαγαζιά στο λιμανάκι της
Κίρρας έως και τα Βραχάκια, τότε όλοι
όσοι είχανε προτιμήσει να βρίσκονται στην παραλία,
ετούτη εδώ την ζεστή βραδιά του Αυγούστου,
θα πρέπει να ήσανε παραπάνω από 5 χιλιάδες.
Βλέπεις, εκτός απ’ την ζέστα που τράβαγε
τον κόσμο κατά την θάλασσα, ήτανε και η
Αυγουστιάτικη Πανσέληνος, που πάντα
είναι μαγνήτης για τα μάτια και τα
αισθήματα ολονών, όσων ακόμα πιστεύουν
στα φεγγάρια, στ’ αστέρια και στην
ομορφιά του βρεχάμενου απ’ τον Κορινθιακό
χωριού μας.
Έφτασα στην άκρη
του μώλου, κάνα μισάωρο αφότου είχε
σηκωθεί απ’την Κίρφη το φεγγάρι. Έκανε
ζέστα. Πάνω στον μώλο βρισκόντουσαν
καμιά 300σαριά νοματαίοι και είτε
περπατούσαν, είτε καθόντουσαν στα
παγκάκια, είτε χάζευαν τα δυό σκαριά
πούχανε πιάσει ανατολικά και δυτικά
του μώλου. Το ένα, το αριστερό, ένα
λουσάτο και μεγάλο καινούργιο γιώτ,
πούχε γραμμένο πίσω του το όνομά του
“Blu+Sky” και το δεξί, ένα 35μετρο κουκλίστικο
σιδερένιο σκαρί, σαν εκείνα που
σεργιανάγανε αμέσως μετά τον πόλεμο,
τους Λόρδους και τους λεφτάδες, σ’
ολόκληρη την Μεσόγειο και τόχανε βαφτίσει
“Deianeira”.
Έκανε
ζέστα. Κι εκεί, δίπλα στην ακύμαντη
θάλασσα, ίσα που καταλάβαινα μια
αρωματισμένη με ιώδιο νωπάδα, να κάθεται
απάνω στο πετσί μου, αλλά αγέρας δεν
υπήρχε. Όσο δε ανέβαινε στον ουρανό το
ολόγιομο φεγγάρι και η θάλασσα από κάτω
του ήταν σαν χυμένο νερό απάνω σε τζάμι,
τόσο φαινόταν σαν μια στρογγυλή
αντανάκλαση στην επιφάνειά της και δεν
θύμιζε με τίποτα, εκείνο το μεγάλο
ασημένιο τρίγωνο που σχηματιζόταν άλλες
φορές, όταν η αναμαλλιασμένη θάλασσα
έπαιζε με το φώς του.
Τήραγα
κατά τον νότο, αλλά ο Μωριάς δεν φαινόταν.
Ακόμα και τα φώτα απ’ τον Άϊ-Μηνά,
τρεμοπαίζανε απ’ την υγρασία και την
ζέστα. Ενώ ολόκληρη η παραλία της Ιτέας
πίσω μου, ήταν καταφώτιστη, γιομάτη από
κόσμο και στ’ αυτιά μου έφτανε η φωνή
του Θανάση του Κατσουλιέρη, που τραγουδούσε
με την κιθάρα του σε ένα παραθαλάσσιο
μπαράκι εκεί πιο πέρα.
Και τότε μούρθε
να βάλω τα γέλια. Πανσέληνος λέει στο
κάστρο του Σάλωνα με 35 βαθμούς και
ταινιούλες στους Δελφούς, για να
“γιορτάσουν” την Πανσέληνο του
Αυγούστου...
Φτάσανε
μεσάνυχτα κι η θάλασσα δεν έλεγε να
ζωηρέψει καθόλου. Ούτε ν’ ανατριχιάσει
λίγο, για να φανεί επάνω της, το μεγάλο
ασημένιο τρίγωνο απ’ το φεγγαρόφωτο.
Κίνησα
να φύγω. Είχα πολλά στο μυαλό μου κι
ετούτη εδώ η υγρή κι αφύσητη ατμόσφαιρα,
μ’ αρρώσταινε πιο πολύ. Το
φεγγάρι λαχτάραγα να ειδώ. Με
το φώς του όμως, να παιχνιδίζει
με τα κύματα απάνω στην θάλασσα και να
με ημερεύει. Για αυτό και κατέβηκα στον
μώλο. Αλλιώς θα πήγαινα στον Σάλωνα...”
Μπράβο. Άριστο !!!!! Με πήγες παραλία που δεν ήμουνα .
ΑπάντησηΔιαγραφήεπικουρε θα λιωσει το κορμι σου να κοροιδευεις "το Σαλωνα" και θα πεθανεις με τον καημο. - ο φιλος που στα ειχε πει.
ΑπάντησηΔιαγραφή