“Τι
να σε λέω...”
(Recka = Greca)
" Ένας
μικρός χώρος. Μιά μικρή τζαμαρία και
μια λοξή πόρτα να ορίζουν την επαφή και
τα όρια με τον δρόμο. Και με μιά ελληνική
σημαία ζωγραφισμένη μέσα σε μια καρδιά,
να δηλώνει απ’ έξω, την εθνικότητα και
το είδος του μαγαζιού.
Κάπου
3-4 τραπεζάκια μέσα στην μικρή αίθουσα,
ενώ μετά από δυό σκαλοπάτια παραμέσα,
υπήρχαν ένας ψηλός πάγκος κι ένα μικρό
ψυγείο-βιτρίνα απέναντι, γεμάτο μ’
αναψυκτικά και μπύρες. Κι όλα αυτά, μαζί
με μια μικρή γυάλινη βιτρίνα, πούχε μέσα
της 2-3 στρογγυλά μισοάδεια ταψάκια με
τυρόπιτες και χορτόπιτες, ήταν η “προίκα”
σε ετούτο εδώ το καθαρό, φωτεινό κι
όμορφο μαγαζάκι.
Λεπτή,
ξανθούλα και χαμογελαστή, με χαιρέτησε
στα τσέχικα καθώς πλησίασα τον πάγκο
που από πίσω του στεκόταν όρθια κι
έφτιαχνε κάτι. Πρέπει να ήταν κι αφεντικό
και υπάλληλος αντάμα, σε ετούτη εδώ την
περιποιημένη γωνιά της όμορφης πόλης.
Άργησα
να απαντήσω. Είχα χρόνια να ακούσω την
Χαρούλα να τραγουδάει τα “Δυο παλληκάρια
απ’ τ’Αϊβαλί” που ακουγόταν διακριτικά
μέσ' στο μαγαζί και κοντοστάθηκα λίγο. Αλλά όταν της είπα “Καλημέρα” στα
ελληνικά, σαν να φωτίστηκε ολόκληρο το
γλυκό πρόσωπό της. “Έλληνας;” μου είπε,
δείχνοντάς μου ότι απέναντί της δεν
είχε έναν πελάτη, αλλά έναν από εκείνη
την πατρίδα που αγαπούσε : την Ελλάδα!
Είκοσι
τόσα χρόνια είχε κάνει στην Θεσσαλονίκη,
όταν είχε πρωτοέρθει κοπελλίτσα στην
Ελλάδα. Κι εκεί δούλεψε, εκεί παντρεύτηκε
κι εκεί έκανε οικογένεια. Αλλά εδώ και
4-5 χρόνια που ξαναγύρισε στην αρχική,
στην παλιά της πατρίδα την Τσεχία,
κουβάλησε κι έφερε μαζί της εκτός από την οικογένειά της, όλο εκείνο
το άρωμα και την αίσθηση της Θεσσαλονίκης,
που την μεγάλωσε και την έκανε από
παιδούλα, μεστωμένη γυναίκα : τις γεύσεις
της, την μουσική της, την νοοτροπία της
και πάνω απ’ όλα την εικόνα της. Για
αυτό και σ’ ολόκληρον τον πλαϊνό τοίχο
του καταστήματος, ήταν “φυτεμένη” η
φωτογραφία του Λευκού Πύργου!...
Και
το να συναντάς στο Brno της Τσεχίας, μέσα
σ’ αυτό το μαγαζάκι της οδού Anenska, το
άρωμα της Ελλάδας, περιτυλιγμένο με τα
χρώματα και τα ακούσματα της Θεσσαλονίκης,
δεν λέει...
"Με
στήριξε το Λύκειο Ελληνίδων που υπάρχει
και δραστηριοποιείται στο Brno, μου είπε.
Και όλη η ελληνική κοινότητα που υπάρχει
στην πόλη. Τους ετοιμάζω ελληνικές
γεύσεις για τις συγκεντρώσεις, τα γλέντια
και τις γιορτές τους, από τότε που γύρισα
πίσω. Με ευχαριστεί να φτιάχνω πράγματα
από αυτά που έμαθα στην Θεσσαλονίκη και
για αυτό η οικογένειά μου, η ελληνική
οικογένειά μου, με προέτρεψε να κάνω
αυτό που μου αρέσει. Έτσι λοιπόν, από
τον περασμένο Νοέμβριο, άνοιξα ετούτο
το μαγαζί, φτιάχνοντας ένα φαγητό την
ημέρα, αλλά με όλα τα άλλα που είδες κι
εσύ εδώ, να είναι πάντα φρέσκα και με
ελληνικές πρώτες ύλες”.
Μούφτιαξε
μια χωριάτικη σαλάτα, άλλο πράγμα. Κι
οι δυό παρεϊτσες με τους Τσέχους που
ήσανε μέσα στο μαγαζί, με κυττάζανε
παράξενα, σαν έβγαλα κι άρχισα να παίζω
δικριτικά το κομπολόϊ μου, πίνοντας την
παγωμένη μπύρα μου. Είχε αρχίσει να
ακούγεται σιγά-σιγά ο Παπάζογλου να
τραγουδάει το “Πότε Βούδας, πότε Κούδας”. Τι να καταλάβουν αυτοί, όταν στην καρδιά
της κεντρικής Ευρώπης, τρώς χωριάτικη
με φέτα, τηράς απέναντι στον τοίχο τον
Λευκό Πύργο κι ακούς τον συγχωρεμένο
να σου τραγουδάει τον Κούδα...
Μεσημεράκι
του Μαΐου του 2017, στο Brno της Τσεχίας. Στο
ελληνικό μαγαζάκι της Marcela
Zambelosová της
οδού Anenska...”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου