Σαν σήμερα το‘44
"Σαν
σήμερα 29
Αυγούστου το 1944,
οι Γερμανοί με την συμβολή "Ελλήνων",
έκαψαν
το Λιδωρίκι ολοσχερώς! Πράξη
εκδίκησης για την ήττα και τους νεκρούς
που είχαν στην μάχη των Καρουτών με
Αντάρτες του ΕΛΑΣ. Το χωριό έγινε στάχτη
και μόνο ελάχιστα σπίτια διασώθηκαν
από το μένος των Γερμανών. Περίπου δέκα,
στον αριθμό.
Ένα
από αυτά ήταν και του παππού μου, Δημήτρη
Δρόσου η αλλιώς Πολυμενάκου. Παρατσούκλι
που το πήρε, από τον αντιστράτηγο
Πολυμενάκο της Μικρασιατικής Εκστρατείας,
όπου συμμετείχε.
Στρατιώτης βρέθηκε στις συμπληγάδες των βαλκανικών πολέμων με κατάληξη την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής! Από πόλεμο σε πόλεμο, κοντά στα δέκα χρόνια έλειψε από το σπίτι.
Στρατιώτης βρέθηκε στις συμπληγάδες των βαλκανικών πολέμων με κατάληξη την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής! Από πόλεμο σε πόλεμο, κοντά στα δέκα χρόνια έλειψε από το σπίτι.
Και
σαν να μην έφθαναν αυτά, ανασεμό δεν
είχαν οι εκπλήξεις του αιώνα του! Η
Γερμανική κατοχή, ο Εμφύλιος ακόμα στα
σπάργανα και έπειτα το κάψιμο του χωριού
του. Πριν το Λιδωρίκι τυλιχτεί στις
φλόγες και μετατραπεί σε ξέψυχο κουφάρι,
οι κάτοικοι γνωρίζανε πολύ καλά τι
επρόκειτο να τους συμβεί. Το πότε ακριβώς,
το μάθανε από τους Άντάρτες που
παρακολουθούσανε τις κινήσεις των
Γερμανών.Ανάστατοι και μουδιασμένοι
προσπαθούν να μαζέψουν τα πιο πολύτιμα
από τα υπάρχοντα τους, τροφές, ρουχισμό,
ζωντανά. Πολλά τα χώνουν μέσα σε λάκκους
που σκάβουν, άλλα τα φορτώνουν σε μουλάρια
και άλλα στην πλάτη. Ένα πλήθος απελπισμένων
ανθρώπων που τρέχει όσο πιο γρήγορα
μπορεί και όσο μακρύτερα γίνεται για
να σωθεί!
Την
ίδια ώρα ο παππούς μονολογώντας έλεγε:
«το δικό μου το σπίτι, δεν θα καεί! Την
ψυχή μου δεν την έχασα, εκεί που πήγα
(εννοούσε την Μικρασιατική Εκστρατεία).
Δεν πείραξα κανέναν και κανενός το σπίτι
δεν έκαψα».
Το σπίτι του τελικά δεν κάηκε. Οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο αχούρι, εκεί που φυλάσσονταν τα ζωντανά στο κάτω μέρος του σπιτιού, δίπλα στο κατώι. Η φωτιά έσβησε γρήγορα. Και μόνο ο μαυρισμένος τοίχος όπως και το ταβάνι, μαρτυρούσαν το πέρασμα των Γερμανών.
Το σπίτι του τελικά δεν κάηκε. Οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο αχούρι, εκεί που φυλάσσονταν τα ζωντανά στο κάτω μέρος του σπιτιού, δίπλα στο κατώι. Η φωτιά έσβησε γρήγορα. Και μόνο ο μαυρισμένος τοίχος όπως και το ταβάνι, μαρτυρούσαν το πέρασμα των Γερμανών.
Ελάχιστα
είναι τα παραμύθια που άκουσα από το
στόμα της γιαγιάς. Προτιμούσε να εξιστορεί
τα ανεπούλωτα τραύματα της Κατοχής και
του Εμφυλίου, που κουβάλαγε μέσα της.
Σαν να 'θελε να τα ξορκίσει ή ίσως να τα
χωνέψει. Ήταν στιγμές που έμοιαζε να
μην τα πιστεύει και η ίδια, κι ας τα έζησε
όλα στο πετσί της! Όσο για την ιστορία
του παππού, την άκουσα αρκετές φορές
και κάθε φορά ένοιωθα την ίδια συγκίνηση
για την θέρμη της πίστης του, όσο αφέλεια
κι αν είχε."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου