Το
κείμενο αυτό γράφτηκε πριν από 5 χρόνια.
Δυστυχώς παραμένει τραγικά επίκαιρο.
Δεν χρειάστηκε να αλλάξουμε ούτε ένα
και, να προσθέσουμε έστω ένα
κόμμα.....
Οι μέρες έχουν αρκετή βροχή και υγρασία. Μα η μεγαλύτερη υγρασία δε βγαίνει από το φυσικό περιβάλλον. Την εκπέμπουν οι ίδιοι οι άνθρωποι απ’ τα μάτια τους. Η βροχή και ο κακός καιρός λες και έχουν συμμαχήσει μαζί με όλα τα άλλα κακά που έχουν αφήσει άδεια τα μαγαζιά από πελάτες και έχουν αδειάσει τις τσέπες μας.
Τα βήματα των ανθρώπων βαριά, τα σώματα γερτά και στα περισσότερα βλέμματα ένα ερωτηματικό που δε μπορεί να διακρίνει εάν η ζωή τελικά είναι ένα θαύμα ή ένας εφιάλτης.
Στους δρόμους ενός ρημαγμένου αθηναϊκού κέντρου, παραδομένο στις συμμορίες κι έξω απ’ τα άδεια μαγαζιά, εξαθλιωμένοι μετανάστες, πρόσωπα βγαλμένα μέσα απ’ τον Όλιβερ Τουίστ του Καρόλου Ντίκενς, μπλέκουν μαζί με τους νεόπτωχους Έλληνες και συνθέτουν ένα περιβάλλον που φαίνεται ότι είναι έτοιμο να εκραγεί.
Μέσα στα σπίτια μας, απέναντι, στο γυαλί της τηλεόρασης οι συνήγοροι της πολιτικής αερολογίας, οι αρχιτέκτονες αυτής της αθλιότητας που ζούμε, να μας μιλάνε και να μας κοροϊδεύουν τυλιγμένοι με τα μοδάτα κουστούμια τους και την πανοπλία της βουλευτικής τους ασυλίας, λες και δεν έχουν καταλάβει τίποτα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά απλώς να ανησυχούν ελαφρώς, σα να φταίνε άλλοι ή εμείς όλοι γι αυτό το κατάντημα. Και πώς να το καταλάβουν άλλωστε, Αυτοί είναι όλοι τους τακτοποιημένοι με τα σπίτια τους, τις κουρσάρες τους, τα λεφτά τους στις τράπεζες –κατά προτίμηση του εξωτερικού- και πάντα επαγγελματικά αισιόδοξοι γιατί γι’ αυτούς η πολιτική είναι επάγγελμα και όχι λειτούργημα.
Θα’ θελα αυτές τις μέρες να γράψω κάτι που να έχει σχέση με το τραγούδι και τη μουσική. Αλλά δεν το έκανα γιατί θυμήθηκα την παροιμία «εδώ ο κόσμος χάνεται και η γριά το λούζει». Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Καζαντζίδης δεν ήθελε να τραγουδήσει κάποτε το τραγούδι «Ο λαός τραγούδι θέλει, φτάνουν τα προβλήματα…» Ευχές, βέβαια, όλοι λέμε αυτές τις μέρες: Καλά Χριστούγεννα, Ευτυχισμένος ο Νέος Χρόνος… αλλά τις λέμε από συνήθεια, από παράδοση και από ευγένεια. Ποιος πιστεύει όμως ότι έστω ένα μέρος από αυτές, θα επαληθευτούν;
Σχεδόν κανείς. Δεν πιάνουν πλέον ούτε οι ευχές, ας το πάρουμε χαμπάρι. Δε βγαίνουν με τίποτα και όλοι μας έχουμε αρχίσει να το συνειδητοποιούμε.
Ένα μόνο πράγμα είναι σίγουρο. Ότι οι Έλληνες θα συνεχίσουν να ονειρεύονται έστω κι αν δεν τους το ευχηθεί κανείς.
******************
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά.
Μέρες γιορτής και χαράς κατά κανόνα.
Αλλά για ποια γιορτή και χαρά μπορούμε
να μιλάμε όταν γύρω μας βλέπουμε μόνο
πρόσωπα σκυθρωπά, σκοτεινά και τσαλακωμένα.
Χωρίς διάθεση έστω για ένα χαμόγελο κι
ας είναι αυτό μισό και τυπικό.Οι μέρες έχουν αρκετή βροχή και υγρασία. Μα η μεγαλύτερη υγρασία δε βγαίνει από το φυσικό περιβάλλον. Την εκπέμπουν οι ίδιοι οι άνθρωποι απ’ τα μάτια τους. Η βροχή και ο κακός καιρός λες και έχουν συμμαχήσει μαζί με όλα τα άλλα κακά που έχουν αφήσει άδεια τα μαγαζιά από πελάτες και έχουν αδειάσει τις τσέπες μας.
Τα βήματα των ανθρώπων βαριά, τα σώματα γερτά και στα περισσότερα βλέμματα ένα ερωτηματικό που δε μπορεί να διακρίνει εάν η ζωή τελικά είναι ένα θαύμα ή ένας εφιάλτης.
Στους δρόμους ενός ρημαγμένου αθηναϊκού κέντρου, παραδομένο στις συμμορίες κι έξω απ’ τα άδεια μαγαζιά, εξαθλιωμένοι μετανάστες, πρόσωπα βγαλμένα μέσα απ’ τον Όλιβερ Τουίστ του Καρόλου Ντίκενς, μπλέκουν μαζί με τους νεόπτωχους Έλληνες και συνθέτουν ένα περιβάλλον που φαίνεται ότι είναι έτοιμο να εκραγεί.
Μέσα στα σπίτια μας, απέναντι, στο γυαλί της τηλεόρασης οι συνήγοροι της πολιτικής αερολογίας, οι αρχιτέκτονες αυτής της αθλιότητας που ζούμε, να μας μιλάνε και να μας κοροϊδεύουν τυλιγμένοι με τα μοδάτα κουστούμια τους και την πανοπλία της βουλευτικής τους ασυλίας, λες και δεν έχουν καταλάβει τίποτα από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, αλλά απλώς να ανησυχούν ελαφρώς, σα να φταίνε άλλοι ή εμείς όλοι γι αυτό το κατάντημα. Και πώς να το καταλάβουν άλλωστε, Αυτοί είναι όλοι τους τακτοποιημένοι με τα σπίτια τους, τις κουρσάρες τους, τα λεφτά τους στις τράπεζες –κατά προτίμηση του εξωτερικού- και πάντα επαγγελματικά αισιόδοξοι γιατί γι’ αυτούς η πολιτική είναι επάγγελμα και όχι λειτούργημα.
Θα’ θελα αυτές τις μέρες να γράψω κάτι που να έχει σχέση με το τραγούδι και τη μουσική. Αλλά δεν το έκανα γιατί θυμήθηκα την παροιμία «εδώ ο κόσμος χάνεται και η γριά το λούζει». Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο Καζαντζίδης δεν ήθελε να τραγουδήσει κάποτε το τραγούδι «Ο λαός τραγούδι θέλει, φτάνουν τα προβλήματα…» Ευχές, βέβαια, όλοι λέμε αυτές τις μέρες: Καλά Χριστούγεννα, Ευτυχισμένος ο Νέος Χρόνος… αλλά τις λέμε από συνήθεια, από παράδοση και από ευγένεια. Ποιος πιστεύει όμως ότι έστω ένα μέρος από αυτές, θα επαληθευτούν;
Σχεδόν κανείς. Δεν πιάνουν πλέον ούτε οι ευχές, ας το πάρουμε χαμπάρι. Δε βγαίνουν με τίποτα και όλοι μας έχουμε αρχίσει να το συνειδητοποιούμε.
Ένα μόνο πράγμα είναι σίγουρο. Ότι οι Έλληνες θα συνεχίσουν να ονειρεύονται έστω κι αν δεν τους το ευχηθεί κανείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου