“
Μόλις είχα αποφάει
για μεσημέρι, όταν τον άκουσα να χτυπάει
την πόρτα μου. Μισοξαφνιάστηκα.
-
Τι έπαθες μωρέ και μούρθες τέτοια ώρα
Κυριακάτικα, τον ερώτησα.
Κράταγε
μια σακούλα πλαστική κι αφήνοντάς την
απάνω στο τραπέζι της κουζίνας, μου είπε
:
-
Για σένα είναι, πεσκέσια από την παραγωγή
μου.
Άνοιξε
την σακούλα κι έβγαλε από μέσα, ένα βάζο
με ελιές, ένα μεγάλο κομμάτι τυρί φέτα
μέσα σε διάφανο πλαστικό κουτί κι ένα
μπουκάλι νερού, γεμάτο μ’ ένα
ξανθοκανελλόχρωμο υγρό.
-
Ετούτες οι ελιές είναι απ’ το κτηματάκι
μου, πούχει μέσα καμμιά εξηνταριά δέντρα.
Τις μάζεψα προ μηνός κι έφκιαξα λίγες
απ’ αυτές με λάδι και ξύδι. Κι απ’αυτές,
σου φέρνω. Το τυρί τόφτιαξε ο Δρόσος, ο
πεθερός μου, από κάτι ζωντανά ενός φίλου
του τσοπάνη. Δεν του βγήκε πολύ όμως,
αλλά η γυναίκα μου ήθελε να σου φέρω
λίγο να το δοκιμάσεις. Το καλύτερο όμως,
είναι ετούτο εδώ το ξύδι μου, είπε,
κρατώντας κι ανοίγοντας το μπουκάλι.
Μύρισέ το να δείς. Κι αυτό δικό μου
είναι. Και τόχω μόνο και μόνο για να
παινεύομαι και για πεσκέσια, σε κάτι
φίλους σα κι εσένανε που καταλαβαίνουν.
Ήταν
αψύ και μοσχομύριζε παλιό κρασί. Άνοιξα
και τη γυάλα με τις ελιές και δοκίμασα
μία. Κρουστή, μεγάλη και πεντανόστιμη.
-
Κάτσε να σε φιλέψω κάτι, του είπα. Να
σ’ ευχαριστήσω για τον κόπο σου και για
τη θύμισή σου για μένα.
Έκαμα
να κάτσω στην καρέκλα και τούκανα νόημα
να κάτσει κι αυτός.
-
Μπα, με περιμένουν στο σπίτι για φαγητό,
μου απάντησε, περνώντας το χέρι του
σχεδόν αμήχανα, απάνω απ’ το λιγόμαλο
και ξυρισμένο κεφάλι του. Θα φύγω. Θα
σε πάρω τηλέφωνο όμως για να πάμε για
τσίπουρα, γιατί έχουμε καιρό να
κουβεντιάσουμε.
Είπε
κι έφυγε βιαστικά κατά την οξώπορτα.
Μηδέ γειά σου δεν είπε, αν κι αυτό δεν
χρειαζότανε. Γιατί ότι ήταν να ειπεί,
το ‘πε με τον ερχομό του.
Και
ήξερε ότι τα κατάλαβα όλα, χωρίς να
ειπούμε ούτε αυτός, ούτε κι εγώ τίποτα.
“
(απόσπασμα
από το ανέκδοτο βιβλίο “Ανήμπορες
μέρες”)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου