Η μάχη της Γραβιάς του Παν. Ζωγράφου
(από την Γραβιά μέχρι το Γαλαξείδι)
Η τελευταία
μάζωξη.
Είχε μπατάρει
για τα καλά ο ήλιος και το φώς της μέρας
λιγόστεψε. Ανάψανε μιά καντήλα στον
οντά του γούμενου και κάνα δυό λυχνάρια
στην αυλή και τον διάδρομο. Μόνο η
ακοίμητη φώταε μέσα στην εκκλησιά κι
οι λιγοστοί καλογέροι πάψανε να
σταυροκοποιούνται και να μουρμουράνε
ευχές και κάτσανε κι αυτοί σε σκαμνιά
μαζί μ' όλους τους μαζωμένους, αυτό το
Μαρτιάτικο βράδυ, μέσα στον οντά του
γούμενου. Όρθιος ο δεσπότης, διακόνευε
το καρβέλι, τις ελιές και τα κρομμύδια
στα πήλινα των μουσαφιρέων του κι αφού
τους έβαλε και κρασί στις κούπες, έκατσε
κι αυτός στην καθίκλα του μουρμουρίζοντας
βιαστικά ''βλογημένο τ' όνομά σου''.
Βαριά σιωπή
απλώθηκε μέσα στο καντηλοφώτιστο δωμάτιο
και μοιραζόταν ισα κι όμοια μαζί με το
σκοτάδι και το φώς, πάνω στα κουρασμένα
πρόσωπα και τα σκονισμένα σκουτιά.
Κανένας δεν μίλαε, μηδέ άπλωνε στο
προσφάϊ που τους έδωκε ο Δεσπότης.
Θάταν
καμμιά 25αριά νοματαίοι μαζί με τους
καλογέρους και τους μπιστικούς μέσα
στο φαρδύ δωμάτιο και το μόνο που
περίσσευε ήτανε λίγος αγέρας για να
καίει ίσα-ίσα η καντήλα. Τέλευε ο Μάρτης.
- Για φαγητό μας
μήνυσες να 'ρθούμε μωρέ παπά μου; είπε
ο μεγαλύτερος απ' αυτούς ο Μήτρος ο
Βλαχοθανάσης απ' την Βουνιχώρα.
- Τήρα γύρω σου
ωρέ Μήτρο, απάντησε ο Δεσπότης. Βλέπεις
κανέναν εδώ που δεν τον κατέχεις και που δεν
είναι άρχοντας και με δικό του κονάκι
στο τόπο του; Εσάς μωρέ να φωνάξω για
να ταϊσω; Ούλοι σας ξέρετε τον λόγο και
ούλοι σας προσδοκάτε την ώρα και την
στιγμή για αυτό που μολογάμε τόσον
καιρό αναμετάξυ μας. Κι ετούτηνη η ώρα
έφτασε μωρέ και σήμερα εδώ μέσα πρέπει
να ορίσουμε και την ώρα και την μέρα.
Η Ελλάδα μωρέ δεν μπορεί να περιμένει
άλλο!!
Σαν τα μουλάρια
πεταχτήκανε ούλοι απάνω κι ορμήξανε
κατά τον Δεσπότη και άλλοι του φιλάγανε
τα χέρια, άλλοι τον αγκαλιάζανε κι οι αποδέλοιποι χοροπηδάγανε και αγκαλιάζονταν μεταξύ
τους.
- Ησυχάστε μωρέ
αδέρφια, φώναξε ο Ησαίας! Πρέπει να
δούμε αν είμαστε σύμφωνοι και πότε θα
ξεκινήσουμε....
Δέν τον άκουγε
κανένας. Σαν νάχανε πάει σε πανηγύρι
και τους λείπανε μόνον τα όργανα. Χάχανα,
φωνές, γέλια και σφιχταγγαλιάσματα κι
ο Δεσπότης να τρομάζει να τους μερέψει.
Ξαφνικά ακούστηκε
το σήμαντρο της οξώπορτας κι όλοι
λουφάξανε. Ένας καλόγερος με νόημα του
δεσπότη, πήγε μέχρις εκεί και σε λίγο
γύρισε μαζί με δύο νιοφερμένους. Ήταν
ο Σκαλτσάς ο Δήμος απ' την Αρτοτίνα κι
ο Σαφάκας απ' τα Δωροχώρια
- Τίναι αυτά παπά
μου; ρώτησε ο Σκαλτσοδήμος. Κινήσατε
τον αγώνα κι εμάς μας αφήκατε απ' όξω;
Τί ήτανε να το
πεί! Χαλασμός! Στα χέρια τον σηκώσανε
κι αρχίσανε να του φωνάζουνε ότι έφτασεν
η ώρα κι ότι δεν περισσεύει κανένας!!..
Σαν χαϊβάνια κάνανε.
ι Και ήταν εκεί : Ο Ησαίας, ο Βλαχοθανάσης,
ο Ξυλικιώτης, ο Διάκος, ο Δυοβουνιώτης,
ο Τράκας, ο Πανουργιάς, ο Ξήκης, ο
Καθάριος, ο Γκούρας, ο Μητρόπουλος, ο
Αστραπόγιαννος, ο Κεχαγιάς, ο
Τριανταφυλλοδημήτρης (Μακρυγιάννης),
ο Μαμούρης, ο Γιαγτζής, ο Καραλίβανος,
ο Σκαλτσάς κι ο Σαφάκας. Όλοι τους γέννες
τις Φωκίδας.
Και ξημέρωνε 24
Μαρτίου 1821, εκεί στο μοναστήρι τ' Αί-λιά,
απ' όξω απ' το Χρισσό.
Επίκουρος 24-3-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου