Ένα εξαίρετο μνημείο γεφυροποιίας
(πηγή : orinidorida.blogspot.gr)
Στις
κλεισούρες του Μόρνου κάτω από τον
οικισμό Καταφύγιο που διατηρείται πολύ
καλά από την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Από το γεφύρι αυτό επικοινωνούσε η
Δωρίδα με τη Ναυπακτία, ιδιαίτερα όταν
ο Μόρνος κατέβαζε και ήταν αδιάβατος.
Από αυτό πέρασαν και βρήκαν καταφύγιο στο κοντινό Μοναστήρι της Βαρνάκοβας οι διασωθέντες της ηρωικής Εξόδου του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826).
Το γεφύρι, σύμφωνα με την παράδοση, είναι διπλά στοιχειωμένο.
Τα δύο «στοιχειά», ο Αράπης από το Ναυπακτιώτικο μέρος και η Μπελεσίτσα από το δωρικό βοηθώντας το ένα το άλλο καταφέρνουν αιώνες τώρα και προστατεύουν το γιοφύρι από το θυμό του Μόρνου.
Από αυτό πέρασαν και βρήκαν καταφύγιο στο κοντινό Μοναστήρι της Βαρνάκοβας οι διασωθέντες της ηρωικής Εξόδου του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826).
Το γεφύρι, σύμφωνα με την παράδοση, είναι διπλά στοιχειωμένο.
Τα δύο «στοιχειά», ο Αράπης από το Ναυπακτιώτικο μέρος και η Μπελεσίτσα από το δωρικό βοηθώντας το ένα το άλλο καταφέρνουν αιώνες τώρα και προστατεύουν το γιοφύρι από το θυμό του Μόρνου.
Μια "αληθινή ιστορία"
Στο
δωρικό Τρίκορφο το έχουν για αληθινή
ιστορία και το διηγούνται όταν η κουβέντα
μιλάει για το «Κεφαλογιόφυρο» και τα
στοιχειά του, που αιώνες τώρα το κρατάνε,
λέει ανέπαφο και ασάλευτο, ριζωμένο
στη θέση του. Σύμφωνα με την συνέντευξη
που πήρε ο Γιάννης Ηλιόπουλος από
μια ηλικιωμένη σχετικά με το διπλοστοίχειωτο
γεφύρι η ιστορία του γεφυριού έχει ως
εξής:
«…Στη στενή και δυσκολοδιάβατη κλεισούρα του ποταμού, του Μόρνου εκεί που σμίγουν και τα δικά μας τα βράχια ,από εδώ , με τα ρίζα του θεόρατου περόβουνου της Αμώρανης , από πέρα , είναι το Κεφαλογιόφυρο. Παλιά δεν είχε ο Μόρνος άλλα γεφύρια και το χειμώνα οι αγωγιάτες και διαβάτες και πράματα , διάβαιναν από το Κεφαλογιόφυρο και περνώντας το δρόμο, το σκαμμένο στένευε το ποτάμι, ως δέκα αντρικές δρασκελιές , είναι απότομο και βαθύ και φεύγει γρήγορα…και το καλοκαίρι έχει νερό..»... Γι’αυτό δεν μπορούσαν οι μαστώροι να στεριώσουν το γιοφύρι. Τους εμπόδιζαν τα βράχια και ο «Πούντος», η μεγάλη ρουφήχτρα, που έχει εκεί ο Μόρνος και το νερό έρχεται και έρχεται γύρω, απότομα ανοίγει βαθύ πηγάδι, χάνεται μέσα και πάλι τα ίδια… Και όποιος τραβηχτεί μέσα χάνεται… Αφού είδε και απόειδε ο πρωτομάστορας και το γιοφύρι έπρεπε να γίνει, κέρμασε με τριχές μαστώρους πελεκάνους, που πελέκαγαν το βράχο και έφτιαχναν τα σκαλοπάτια. Αλλά το νερό, που το γύριζαν πότε από δω και πότε από ‘κει, χάλαγε τα θεμέλια και το γιοφύρι δεν στέριωνε… Τότε, μολόγαγαν οι παλιότεροι, οι μαστώροι έφεραν και θεμελίωσαν βαθιά μέσα στα θεμέλια του γιοφυριού, που συνέχεια έφευγαν, τη Μπελεσίτσα, αρχόντισσα από το Κάστρο του Στενού, του Βελούχουβου, μαζί με τον Αράπη της… Τη Μπελισίτσα θεμελίωσαν στην πλευρά των βουνών του Μοναστηριού της Βαρνάκοβας, στα δικά μας μέρη, και στον Αράπη στην ρίζα της Αμώρανης, βαθιά μέσα στο στένωμα του ποταμιού. Το γιοφύρι έτσι χτίζονταν και ανέβαινε, χωρίς να ξαναπέσει γιατί στοιχειώθηκαν, λέει , οι άνθρωποι, το κράταγαν και το προφύλαγαν…. Αφού στεριώθηκε το γιοφύρι έσκαψαν τα βράχια από δω και από κει, άνοιξαν δρόμο Κι πέρναγαν οι άνθρωποι άφοβα. Το Κεφαλογιόφυρο δεν έπεφτε, γιατί ήταν στοιχειωμένο, να καταλάβετε…»
Και μια φορά, μονολόγησαν οι παλιοί, ο Μόρνος έφερε μεγάλη κατεβασιά και το ‘σπρώχνε νερό χτύπαγε δυνατά το γιοφύρι, στην πλευρά της Αμώρανης και ο Αράπης, το στοιχειό που φύλαγε εκεί τη μεριά, μούγκριζε από την δύναμη που έβαζε. Η Μπελασίτσα λαμπροχτενίζοταν, από πέρα και λάδωνε τα μαλλιά της ….Φαίνεται το λάδι όταν το ποτάμι έχει λίγο νερό και κατεβαίνει αγάλια-αγάλια....Το ποτάμι κουβάλησε χώματα , πέτρες, κλαριά, πλατάνια ξεριζωμένα, στόμωσε την κάμαρα και το νερό διάβαινε από από το γιοφύρι, που ήταν σπρωγμένο δυνατά κινδύνευε, να παρασυρθεί. Το στοιχειό ο Αράπης μούγκριζε και φώναζε και αγωνίζονταν να κρατήσει το γιοφύρι με κάθε τρόπο. Η Μπελασίτσα που έβλεπε το μεγάλο κακό και πως κινδύνευε το γιοφύρι προσπάθησε να του δώσει θάρρος:
-Κράτα Αράπη μ’! Κράτα..!
-Κράτησα και ματακράτησα, της φώναξε ο Αράπης , τώρα έλα κράτα το κι εσύ!
Τα στοιχειά έδωσαν τα χέρια. Κρατήθηκαν σφιχτά και δεν άφησαν τα θολά νερά του Μόρνου να πάρουν το γιοφύρι, που σώθηκε τότε ,σε εκείνο τον κατακλυσμό και ζει ακόμα ,γιατί το φυλάνε η Μπελασίτσα και ο Αράπης της…»
«…Στη στενή και δυσκολοδιάβατη κλεισούρα του ποταμού, του Μόρνου εκεί που σμίγουν και τα δικά μας τα βράχια ,από εδώ , με τα ρίζα του θεόρατου περόβουνου της Αμώρανης , από πέρα , είναι το Κεφαλογιόφυρο. Παλιά δεν είχε ο Μόρνος άλλα γεφύρια και το χειμώνα οι αγωγιάτες και διαβάτες και πράματα , διάβαιναν από το Κεφαλογιόφυρο και περνώντας το δρόμο, το σκαμμένο στένευε το ποτάμι, ως δέκα αντρικές δρασκελιές , είναι απότομο και βαθύ και φεύγει γρήγορα…και το καλοκαίρι έχει νερό..»... Γι’αυτό δεν μπορούσαν οι μαστώροι να στεριώσουν το γιοφύρι. Τους εμπόδιζαν τα βράχια και ο «Πούντος», η μεγάλη ρουφήχτρα, που έχει εκεί ο Μόρνος και το νερό έρχεται και έρχεται γύρω, απότομα ανοίγει βαθύ πηγάδι, χάνεται μέσα και πάλι τα ίδια… Και όποιος τραβηχτεί μέσα χάνεται… Αφού είδε και απόειδε ο πρωτομάστορας και το γιοφύρι έπρεπε να γίνει, κέρμασε με τριχές μαστώρους πελεκάνους, που πελέκαγαν το βράχο και έφτιαχναν τα σκαλοπάτια. Αλλά το νερό, που το γύριζαν πότε από δω και πότε από ‘κει, χάλαγε τα θεμέλια και το γιοφύρι δεν στέριωνε… Τότε, μολόγαγαν οι παλιότεροι, οι μαστώροι έφεραν και θεμελίωσαν βαθιά μέσα στα θεμέλια του γιοφυριού, που συνέχεια έφευγαν, τη Μπελεσίτσα, αρχόντισσα από το Κάστρο του Στενού, του Βελούχουβου, μαζί με τον Αράπη της… Τη Μπελισίτσα θεμελίωσαν στην πλευρά των βουνών του Μοναστηριού της Βαρνάκοβας, στα δικά μας μέρη, και στον Αράπη στην ρίζα της Αμώρανης, βαθιά μέσα στο στένωμα του ποταμιού. Το γιοφύρι έτσι χτίζονταν και ανέβαινε, χωρίς να ξαναπέσει γιατί στοιχειώθηκαν, λέει , οι άνθρωποι, το κράταγαν και το προφύλαγαν…. Αφού στεριώθηκε το γιοφύρι έσκαψαν τα βράχια από δω και από κει, άνοιξαν δρόμο Κι πέρναγαν οι άνθρωποι άφοβα. Το Κεφαλογιόφυρο δεν έπεφτε, γιατί ήταν στοιχειωμένο, να καταλάβετε…»
Και μια φορά, μονολόγησαν οι παλιοί, ο Μόρνος έφερε μεγάλη κατεβασιά και το ‘σπρώχνε νερό χτύπαγε δυνατά το γιοφύρι, στην πλευρά της Αμώρανης και ο Αράπης, το στοιχειό που φύλαγε εκεί τη μεριά, μούγκριζε από την δύναμη που έβαζε. Η Μπελασίτσα λαμπροχτενίζοταν, από πέρα και λάδωνε τα μαλλιά της ….Φαίνεται το λάδι όταν το ποτάμι έχει λίγο νερό και κατεβαίνει αγάλια-αγάλια....Το ποτάμι κουβάλησε χώματα , πέτρες, κλαριά, πλατάνια ξεριζωμένα, στόμωσε την κάμαρα και το νερό διάβαινε από από το γιοφύρι, που ήταν σπρωγμένο δυνατά κινδύνευε, να παρασυρθεί. Το στοιχειό ο Αράπης μούγκριζε και φώναζε και αγωνίζονταν να κρατήσει το γιοφύρι με κάθε τρόπο. Η Μπελασίτσα που έβλεπε το μεγάλο κακό και πως κινδύνευε το γιοφύρι προσπάθησε να του δώσει θάρρος:
-Κράτα Αράπη μ’! Κράτα..!
-Κράτησα και ματακράτησα, της φώναξε ο Αράπης , τώρα έλα κράτα το κι εσύ!
Τα στοιχειά έδωσαν τα χέρια. Κρατήθηκαν σφιχτά και δεν άφησαν τα θολά νερά του Μόρνου να πάρουν το γιοφύρι, που σώθηκε τότε ,σε εκείνο τον κατακλυσμό και ζει ακόμα ,γιατί το φυλάνε η Μπελασίτσα και ο Αράπης της…»
Θα ήθελα να πληροφορηθώ εάν το γεφύρι αυτό είναι το ίδιο με αυτό που υπήρχε στα Χάνια Στενού ή σε κάποια άλλη τοποθεσία. Γιατί η Μπελεσίτσα με το Μόρνο ενώνονταν στο Στενό και μετά συνέχιζαν προς τα χωριά της Ναυπακτίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο Κεφαλογιόφυρο βρίσκεται βορείως του χωριού Τρίκορφο, νοτίως του χωριού Γολέμι και δυτικά από την Μονή Βαρνάκοβας.
Διαγραφή